Η περασμένη Τετάρτη ήταν μια μαύρη μέρα για την Κύπρο, αλλά όχι όπως το εννοούσε ο τέως Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης και διάφοροι υποστηρικτές του μετά την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ήταν μια μέρα δυσάρεστης έκπληξης για όσους σέβονται τη δικαστική εξουσία και αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που ενέχει η απαξίωση της δικαιοσύνης. Ποιος πολίτης αυτού του τόπου που αναγνωρίζει τη σημασία του κράτους δικαίου δεν ένιωσε ρίγος από τα λόγια και την απαξιωτική στάση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη έξω από τη δικαστική αίθουσα η οποία θύμιζε κάτι από τον Ντόναλντ Τραμπ.
«Ήρθα σε αντιπαράθεση με το σύστημα και σήμερα το σύστημα διά της απόφασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου πέτυχε την καρατόμησή μου», δήλωσε ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης εξερχόμενος του δικαστηρίου, προσδίδοντας συνωμοτικό χαρακτήρα στην ομόφωνη απόφαση οκτώ δικαστών. «Υπήρξε», συνέχισε, «μια συντονισμένη προσπάθεια φαγώματός μου από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας στην οποία αργότερα συνετάχθη και ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας». Στην ουσία ο παυθείς Γενικός Ελεγκτής δημιούργησε κλίμα αμφισβήτησης της εντιμότητας και της αντικειμενικότητας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενισχύοντας σενάρια που ήθελαν να παρουσιάσουν τους δικαστές ως όργανα ενός μυστικού σχεδίου εξόντωσης του ίδιου, επειδή τελικά αποφάσισαν την παύση του για ανάρμοστη συμπεριφορά, βασιζόμενοι σε γεγονότα και μαρτυρικό υλικό.
Στενός κορσές
Η αντίδραση του κ. Μιχαηλίδη, μόλις λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση της απόφασης, επιβεβαίωνε τους οκτώ δικαστές, οι οποίοι ανέφεραν μεταξύ άλλων ότι «αποστέρησε από τον εαυτό του της στοιχειώδους κρίσης και ευθυκρισίας να αντιληφθεί ότι οι πράξεις του οδηγούσαν σε απαξίωση, όχι μόνο των προσώπων, αλλά, κυρίως, των θεσμών που εκπροσωπούν. Ιδίως σε μια εποχή που η ενδυνάμωση και στήριξή τους προβάλλει ως άκρως επιβεβλημένη προς διαφύλαξη του κοινωνικού ιστού και θωράκιση του κράτους δικαίου».
Κατά τον κ. Μιχαηλίδη, το δικαστήριο όφειλε να τον δικαιώσει ώστε να μην αφεθούν σκιές για την αξιοπιστία του δικαστικού σώματος, οι οποίες συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ψεκασμένης θεωρίας περί σκοτεινού συστήματος πίσω από την απόφαση των οκτώ δικαστών. Αυτός και αν ήταν ένας στενός κορσές προς το δικαστήριο, αφού δεν έδινε στους δικαστές άλλη επιλογή από εκείνη της υιοθέτησης των θέσεων της νομικής ομάδας του τέως Γενικού Ελεγκτή. Όφειλαν κατά τη λογική του κ. Μιχαηλίδη να τον δικαιώσουν ώστε να διατηρήσουν την αξιοπιστία του θεσμού που αυτοί εκπροσωπούν, διότι σύμφωνα με τους δικαστές επεφύλασσε «για τον εαυτό του τον ρόλο του μοναδικού, αδέκαστου, προασπιστή των συμφερόντων των πολιτών».
Βέβαια, ο ίδιος δήλωσε ότι καθόλου δεν έχει αποδώσει αλλότρια κίνητρα στην απόφαση του δικαστηρίου. Κάλεσε ωστόσο τους πολίτες να διαβάσουν την απόφαση και να αξιολογήσουν το γεγονός ότι παρουσιάζεται ως ο χειρότερος άνθρωπος που έχει περάσει από τη γη και ο με διαφορά χειρότερος αξιωματούχος από το 1960. Η υπερβολή στα λόγια του Οδυσσέα Μιχαηλίδη ήταν φανερή και έδειχνε ακριβώς την αδυναμία αυτοσυγκράτησης που του καταλόγισε το δικαστήριο.
Λαϊκά δικαστήρια
Στην απόφαση του δικαστηρίου δεν υπήρξε καμία αξιολόγηση του ηθικού του χαρακτήρα. Η αξιολόγηση αφορούσε το κατά πόσον είναι ικανός να ασκεί τα καθήκοντα του Γενικού Ελεγκτή, όχι αν είναι ο πιο ανέντιμος άνθρωπος στη γη. Η ανάρμοστη συμπεριφορά αφορούσε τον αξιωματούχο και όχι τον άνθρωπο. Ωστόσο, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης επιχειρούσε για μια ακόμη φορά το στήσιμο λαϊκών δικαστηρίων έξω μάλιστα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, καλώντας τους πολίτες να αξιολογήσουν την απόφαση και οι ίδιοι να αποδώσουν ή όχι κίνητρα στους δικαστές.
Ούτε πως λίγα λεπτά πριν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ανέγνωσε μια απόφαση η οποία έλεγε πως «διαπιστώσαμε σε σωρεία παρεμβάσεων του Γενικού Ελεγκτή διά δημοσίων δηλώσεων, ανακοινώσεων και, γενικότερα, χρήσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, μια συνεχή τάση παραποίησης με διάφορους τρόπους των γεγονότων, προς τον σκοπό μεταφοράς στους πολίτες μιας εντελώς διαφορετικής εικόνας από αυτή που στην πραγματικότητα υφίσταται. Προς την κατεύθυνση αυτή, το ύφος, η χρήση συγκεκριμένων λέξεων, η προβολή μέρους των γεγονότων και η αποσιώπηση άλλων, ήταν συνήθης πρακτική». Το ίδιο το δικαστήριο διαπίστωνε ότι η παραπομπή σε λαϊκά δικαστήρια «δείχνει πρόσωπο με επικίνδυνες αντιλήψεις ως προς τις βασικές αρχές που διέπουν το κράτος δικαίου και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών».
Τραμπισμός
Μπορεί το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να μην έκανε καμία αναφορά στον Ντόναλντ Τραμπ, εντούτοις η ομοιότητα είναι τρομακτική. Και οι δύο σπέρνουν τη διχόνοια και καλλιεργούν την καχυποψία για τους θεσμούς. Αποκρύπτουν πληροφορίες και διαστρεβλώνουν τα γεγονότα, υπερπροβάλλοντας τον εαυτό τους στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ο ένας αμφισβήτησε το αποτέλεσμα των εκλογών και ο άλλος την απόφαση του δικαστηρίου. Κανείς από τους δύο δεν σκέφτηκε τις συνέπειες που μπορεί να έχει η στάση τους και τον κίνδυνο της πρόκλησης κοινωνικής αναταραχής. Πρόκειται για δύο άτομα με επικίνδυνες αντιλήψεις για τον τρόπο λειτουργίας του κράτους δικαίου.
Αν οι Κύπριοι δεν ήταν φιλήσυχοι, σήμερα ενδεχομένως να συζητούσαμε για τα επεισόδια που προκάλεσαν οι οπαδοί του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Το παράδειγμα της εισβολής των υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο, μετά την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, θα έπρεπε να αποτελεί δίδαγμα και να καθιστά όλους πιο προσεκτικούς σε δημόσιες δηλώσεις.
Φυσικά, η σύγκριση των δύο δεν αφορά τις απόψεις και την ιδεολογία τους, αλλά τον τρόπο αντιμετώπισης των θεσμών και το επικοινωνιακό τους στυλ.
Χρειάζεται η Κύπρος τον πολιτικό Οδυσσέα;
Δύσκολα κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει τις προθέσεις του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Όμως η ηθική της πεποίθησης που χαρακτηρίζει τον κ. Μιχαηλίδη δεν του επέτρεψε να συνυπολογίσει τις συνέπειες των πράξεών του.
Όπως αναφέρει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του «Η πολιτική ως επάγγελμα», η ηθική της πεποίθησης θα πρέπει να συνδυάζεται με την ηθική της ευθύνης, ούτως ώστε να μην αποκτά η πρώτη ζηλωτικό χαρακτήρα. Το πάθος είναι απαραίτητο στοιχείο είπε ο Βέμπερ, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από το αίσθημα της ευθύνης και την αίσθηση του μέτρου. Ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος της ηθικής του φρονήματος δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του όταν αυτές προκαλούν κακές συνέπειες, διότι θεωρεί υπεύθυνους τους άλλους. Αντίθετα, ο άνθρωπος της ηθικής της ευθύνης δεν αισθάνεται ότι έχει το ελεύθερο να μετακυλίσει τις συνέπειες των δικών του πράξεων στους άλλους εφόσον μπορούσε να τις προβλέψει.
Συνεπώς, η συζήτηση που προέκυψε για το ενδεχόμενο της καθόδου του Οδυσσέα Μιχαηλίδη στην πολιτική δημιουργεί το ερώτημα εάν η Κύπρος έχει ανάγκη πολιτικούς οι οποίοι θεωρούν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Πολιτικούς οι οποίοι δεν λαμβάνουν υπόψη και δεν θεωρούν ότι είναι υπόλογοι για τις προβλέψιμες συνέπειες των πράξεών τους, αλλά συμπεριφέρονται με τρόπο ώστε να δημιουργείται κλίμα καχυποψίας για τους θεσμούς. Έχουμε αρκετούς πολιτικούς αυτού του τύπου σήμερα. Είναι το μόνο που δεν λείπει από την Κύπρο. Εκείνο που λείπει είναι ο υπεύθυνος πολιτικός ο οποίος μετρά τα λόγια του, λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες των πράξεών του και έτσι δεν προσπαθεί μέσω του λαϊκισμού και της δημαγωγίας να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα.