Απέρριψε τη διασύνδεση του Κυπριακού με τις ευρωτουρκικές σχέσεις ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Χακάν Φιντάν, σε δηλώσεις του μετά τη συμμετοχή του στο Άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ. Αντίθετα ο Κύπριος ΥΠΕΞ Κωνσταντίνος Κόμπος επέμεινε ότι η διασύνδεση αυτή είναι απαραίτητη. Σε τι συνίσταται η διαφορά Κύπρου και Τουρκίας; Τί σημαίνει διασύνδεση και τι αποσύνδεση; Έχει η διαδικασία αυτή πραγματική σχέση με την επίλυση του Κυπριακού; Μήπως οι τοποθετήσεις αυτές έχουν να κάνουν περισσότερο με επικοινωνιακές τακτικές παρά σε μια ειλικρινή συζήτηση επί της ουσίας;
Περίοδος 1999- 2004
Στη Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, όταν δηλαδή η προοπτική ένταξης μπήκε για τα καλά στο πολιτικό λεξιλόγιο και της Κύπρου και της Τουρκίας, είναι αλήθεια ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε άμεση διασύνδεση λύσης του Κυπριακού και ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας. Απεναντίας. Στο σημείο 12 των Συμπερασμάτων αναφερόταν ρητώς ότι η «Τουρκία είναι υποψήφιο κράτος που προορίζεται να προσχωρήσει στην Ένωση µε βάση τα ίδια κριτήρια τα οποία ισχύουν για τα λοιπά υποψήφια κράτη». Παρακάμφθηκε επίσης ακόμα μια υφιστάμενη διασύνδεση: Η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσε να γίνει μέλος της ΕΕ χωρίς λύση του Κυπριακού, ανατρέποντας την πάγια ευρωπαϊκή θέση της ΕΕ ότι δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί η Κύπρος στην Ευρώπη χωρίς λύση. Την αποσύνδεση αυτή πέτυχε ο Κώστας Σημίτης μέσω της θέσης ότι δεν θα γινόταν καμιά διεύρυνση της ΕΕ αν σε αυτή δεν συμπεριλαμβανόταν και η Κύπρος. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέδραμαν ασκώντας τεράστιες πιέσεις και οι ΗΠΑ επί Προεδρίας Κλίντον ο οποίος από το 1997 είχε διορίσει τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ απεσταλμένο του στο Κυπριακό. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι τότε οι ΗΠΑ έκαναν μια διορθωτική και μια γεωστρατηγική κίνηση: Πρώτον, έδιναν σε Ελλάδα και Κύπρο την ευκαιρία να βελτιώσουν τη διαπραγματευτική τους θέση έναντι της Τουρκίας ως αντίβαρο στην εξόφθαλμη αδικία και απληστία που επέδειξε (και με αμερικανικές ευθύνες) το 1974. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χόλμπρουκ στην πρώτη του επίσκεψη στην Κύπρο απολογήθηκε στον κυπριακό λαό για τη στάση των ΗΠΑ το 1974. Δεύτερο, μέσω της μεγαλύτερης διεύρυνσης της ΕΕ το 2004, ήθελαν να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα στη Ρωσία, ότι απώλεσε την ευρωπαϊκή ζώνη επιρροής της. Υποψήφιες για ένταξη χώρες ήταν οι πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ανατολική Ευρώπη και οι Βαλτικές Δημοκρατίες. Η ταυτόχρονη ένταξη αυτών των χωρών στην Ευρώπη σε συνδυασμό με την προσχώρησή τους στο ΝΑΤΟ ξύπνησε την παραδοσιακή ανασφάλεια της Ρωσίας, ότι πλέον ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών. Η χώρα είχε απωλέσει τη ζώνη ασφαλείας από τα σύνορά της, που διέθετε κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Η περίπτωση της Ουκρανίας σήμερα προκαλεί στη Μόσχα ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια.
Η αδράνεια
Με τη Συμφωνία του Ελσίνκι, το 1999, η Τουρκία έλαβε καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας, η δε Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε τις διαπραγματεύσεις για ένταξη, απαλλαγμένη από την έως τότε τουρκική θεσμική ομηρεία, ότι δηλαδή η Κύπρος είναι αδέσμευτη χώρα και κυρίως ότι οι Ε/Κ δεν μπορούν να συζητούν την ένταξή της σε έναν άλλο διεθνή οργανισμό όπως η ΕΕ χωρίς την παρουσία των συνιδρυτών της, δηλαδή των Τ/Κ.
Μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ τα πράγματα άλλαξαν. Το καθεστώς πλήρους μέλους της Κύπρου επέτρεψε στη Λευκωσία, είτε γιατί θεώρησε ότι διαθέτει πλέον κάποια θεσμική ισχύ είτε κρυβόμενη (κυρίως) πίσω από τα συμφέροντα των μεγάλων Ευρωπαίων εταίρων της, να ξεκινήσει μια διαδικασία διασύνδεσης του Κυπριακού, παρακωλύοντας σε κάποιο βαθμό τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Τα πλάνα των Ε/Κ έγιναν ξεκάθαρα μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν το 2004, με τον Τάσσο Παπαδόπουλο να μιλά για τα 50 μικρά βέτο τα οποία μπορούσαν να ασκηθούν κατά της ένταξης της Τουρκίας. Η εφαρμογή του Πρωτόκολλου της Άγκυρας τον Δεκέμβρη του 2004 χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την ε/κ πλευρά για να μπλοκάρει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, με τη σύμφωνο γνώμη και της Ελλάδας, η οποία αναγνώριζε τα οφέλη του Ελσίνκι αλά καρτ. Κερδίσαμε στην Κύπρο, αλλά υπάρχαν άλλες διατάξεις για την επίλυση αρκετών ελληνοτουρκικών διαφορών (και όχι μόνο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας) που δύσκολα μπορούσαν να ανοίξουν. Τότε τόσο στην Ελλάδα επί διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή όσο και στην Κύπρο επικράτησε η θέση ότι θα πρέπει να συντηρήσουμε το status quo, αφού «και η Ελλάδα και η Κύπρος ενδυναμώνονται όλο και περισσότερο εντός της ΕΕ». Η ελληνική «αδράνεια» όπως επικράτησε να ονομάζεται τότε στους διπλωματικούς διαδρόμους, στην πραγματικότητα ήταν μια «ενεργός στρατηγική», η οποία ενεργοποιήθηκε στο Μπούργκενστοκ όταν... ο Κώστας Καραμανλής κλείστηκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και έπαιζε play station αντί να διαπραγματευθεί με τον Ερντογάν.
Η διασύνδεση
Μπορούμε όλοι να αντιληφθούμε ότι η διασύνδεση που ζητάμε σήμερα δεν έχει καμιά σχέση με τη φιλοσοφία του Ελσίνκι. Σήμερα η κυπριακή διπλωματία ζει με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να πιέσει από θέση ισχύος την Τουρκία να προχωρήσει σε μια λύση του Κυπριακού της απόλυτης αρεσκείας της. Τότε, το 1999, βρισκόταν εν ενεργεία η φιλοσοφία Σημίτη για «κοινοτικοποίηση» των διαφορών Ελλάδος -Τουρκίας, με παράλληλη θεσμική πρόσδεση της Τουρκίας στην Ε.Ε., με σκοπό τη μείωση της τουρκικής επιθετικότητας. Η διπλωματική στρατηγική πίσω από τον όρο κοινοτικοποίηση ήταν η προσέγγιση «βήμα προς βήμα», με σκοπό να εγκαθιδρυθεί ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, βασισμένο στο πνεύμα των Συνόδων του Νταβός. Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό έπρεπε να λυθεί το 2004 και να λειτουργήσει εκ παραλλήλου και σίγουρα σε άμεση συνάρτηση με τα ευρωτουρκικά. Με την πολιτική αυτή επανασυνδέθηκε πρόσφατα η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ΥΠΕΞ τον Γιώργο Γεραπετρίτη.
Στην Κύπρο ακόμα η διασύνδεση γίνεται εκ του πονηρού και έχει να κάνει με την πολιτική Τάσσου Παπαδόπουλου, Κώστα Καραμανλή, Νίκου Αναστασιάδη, Νίκου Κοτζιά και Νίκου Χριστοδουλίδη. Δεν πρόκειται για σοβαρή πολιτική αφού εδράζεται σε μια διπλωματική λογική ότι η Κύπρος λόγω Κυπριακού μπορεί να παρεμποδίζει εσαεί την εξέλιξη των σχέσεων Τουρκίας-ΕΕ. Αυτή η θέση διπλωματικού μικρομεγαλισμού, ειδικά μετά την αποτυχία του Κραν Μοντανά το 2017, δεν πάει μακριά. Ούτε είναι αποδεκτό στις Βρυξέλλες και στην Ουάσινγκτον ότι η Τουρκία πρέπει να προβεί σε συγκεκριμένες κινήσεις που θέλει η Λευκωσία στο Κυπριακό, διαφορετικά οι στόχοι που έχει θέσει για περαιτέρω συνεργασία με την ΕΕ και τη Δύση δεν θα ευοδωθούν ποτέ. Η πρόσκληση του Χακάν στην άτυπη συνάντηση των Ευρωπαίων ΥΠΕΞ και η πρόσφατη μεγάλη άσκηση των στρατιωτικών δυνάμεων ΗΠΑ και Τουρκίας δείχνουν ότι αν η Κύπρος δεν πείσει για τις προθέσεις της είναι καταδικασμένη να διατυπώνει θέσεις, χωρίς ωστόσο κανένα αντίκρισμα.
Η Τουρκία
Εκ του πονηρού βέβαια προσεγγίζει το Κυπριακό και η Τουρκία, με τη διπλωματική της πρακτική πάντως να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα, επί του εδάφους. Μιλά για την ενταξιακή της προοπτική, θέλει αποσύνδεση της ευρωπαϊκής της πορείας με το Κυπριακό αλλά τα τελευταία χρόνια δημιουργεί συνεχώς δυσβάστακτα τετελεσμένα, εκμεταλλευόμενη την προβληματική για πολλά χρόνια θέση της ελληνικής και ε/κ πλευράς ότι το status quo είναι μια ενεργός στρατηγική η οποία θα την αναγκάσει να προβεί σε σοβαρές υποχωρήσεις στο Κυπριακό.
Στην πραγματικότητα το status quo το οποίο υπηρέτησαν με θρησκευτική ευλάβεια ο Σπύρος Κυπριανού, ο Τάσσος Παπαδόπουλος και στη λογική του οποίου από το 2017 προσχώρησε ο Νίκος Αναστασιάδης, ήταν το σημαντικότερο εργαλείο που είχε στα χέρια της η Τουρκία ώστε να εμπεδώσει τα τετελεσμένα της κατοχής. Μέσω αυτού οριστικοποίησε τη γραμμή αντιπαράταξης, την οποία σήμερα διά της πολιτικής του ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης μετατρέπει σε σκληρό σύνορο. Υπερτριπλασίασε τον πληθυσμό στα κατεχόμενα. Από 140.000 το 1974 σήμερα μέσω του εποικισμού ο πληθυσμός πλησιάζει το μισό εκατ. Έδωσε τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη της γης των Ε/Κ προσφύγων. Η Κερύνεια από πόλη των 3.000 το 1974 έγινε πόλη των 80.000, το Βαρώσι είναι πλέον μια μεγαλούπολη που ξεκινά από το λιμάνι και καταλήγει σε μια δεύτερη πόλη που κτίστηκε στο Τρίκωμο. Τέλος η λεγόμενη τδβκ δεν έχει μεν διεθνή αναγνώριση αλλά πραγματοποιεί διπλωματικές επαφές και με τον αραβικό κόσμο και τις τουρκογενείς Δημοκρατίες και συζητά με τα Ηνωμένα Έθνη και την ΕΕ.
Απαιτείται ειλικρίνεια
Η ε/κ πλευρά, αν όντως είναι ειλικρινής όταν λέει ότι θέλει λύση στο Κυπριακό, οφείλει να σταματήσει προβληματικές διασυνδέσεις με την ΕΕ τις οποίες, μεταξύ μας, δεν αποδέχονται ούτε οι Βρυξέλλες. Η ένταξη ολόκληρης της Κύπρου το 2004 έχει ήδη δώσει στους Ε/Κ την ομπρέλα ασφαλείας που ήθελαν και έχει εμβολιάσει με το κοινοτικό κεκτημένο όλα τα σχέδια λύσης, από το Ανάν μέχρι τις Συγκλίσεις Ντάουνερ και το Πλαίσιο Γκουτέρες. Μέσω της λύσης η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσε να κερδίσει και κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: Την εμπιστοσύνη της τ/κ κοινότητας η οποία σήμερα λόγω ανασφάλειας έχει προσκολληθεί σε ένα θεσμικά υπανάπτυκτο κράτος όπως είναι η Τουρκία. Από την άλλη, η Τουρκία δεν έχει λόγο να υποκρίνεται. Αποδέχτηκε αυτή τη διασύνδεση όταν το 2004 προσυπέγραψε ως πλαίσιο λύσης τις βασικές ελευθερίες που ισχύουν στην Ευρώπη, ενώ το 2017 υποχρεώθηκε να βάλει στο τραπέζι και τη συζήτηση για τον τερματισμό των εγγυήσεων του 1960 γιατί μια ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να βρίσκεται υπό κηδεμονία μιας τρίτης χώρας. Εκτός βέβαια κι αν σήμερα μιλά για αποσύνδεση, διότι, όπως είπε ο Τούρκος ΥΠΕΞ, η διασύνδεση δεν είναι υγιής, προφανώς γιατί θέλει να εγκαταλείψει τις έως τώρα παραδοχές της Άγκυρας στο Κυπριακό, προχωρώντας μέχρι τέλους στη λύση δύο κρατών.
Ευρωπαϊκή εμπλοκή
Αυτό που οφείλουμε να κρατήσουμε είναι ότι η Ευρώπη έχει εμβολιάσει τη λύση, αλλά η τελική λύση του Κυπριακού θα δοθεί από τα Ηνωμένα Έθνη. Η Ευρώπη εκ της φύσεώς της δεν μπορεί να εμπλακεί στρατιωτικά στην Κύπρο. Επιπλέον δεν φαίνεται να έχει καμιά διάθεση να εμπλακεί σε θέματα παρθενογένεσης-μετεξέλιξης και πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, αφού τέτοιου είδους συνταγματικά προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλα κράτη της, οπότε δεν θέλει να δημιουργήσει προηγούμενο. Αυτά θα συζητηθούν, όπως φαίνεται, στο πλαίσιο μιας Τριμερούς στο τρίτο δεκαήμερο Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη στα γραφεία του ΟΗΕ και αυτός πρέπει να είναι ο πραγματικός στόχος και των Ε/Κ και των Τ/Κ. Εν ολίγοις οι δύο πλευρές πρέπει να αφήσουν κατά μέρος κάποιους πάγιους και ξεπερασμένους τακτικισμούς που έχουν χρησιμοποιήσει κατά κόρον στο παρελθόν. Αν υπάρχει σήμερα ανάγκη μιας διασύνδεσης, αυτή είναι με τη λογική και τη main stream πολιτική.