Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) προχωρά σε μια εκτεταμένη αξιολόγηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος της Ευρώπης, με το επερχόμενο stress test (άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων) του 2025 να προβλέπεται ως το πιο απαιτητικό μέχρι σήμερα.
Η EBA, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), θα υποβάλει σε δοκιμασία 96 τράπεζες, καλύπτοντας τα τρία τέταρτα των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων της ευρωζώνης. Η ΕΚΤ θα αναλάβει την εξέταση 51 κολοσσών του τραπεζικού τομέα, ενώ παράλληλα θα διεξάγει ξεχωριστό έλεγχο σε 45 μεσαίου μεγέθους ιδρύματα.
Το χρονοδιάγραμμα είναι ήδη καθορισμένο: η άσκηση θα ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2025, με τα αποτελέσματα να αναμένονται στις αρχές Αυγούστου του ίδιου έτους.
Το δυσμενές σενάριο που θα εξεταστεί είναι ιδιαίτερα απαιτητικό. Προβλέπει μια δραματική επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων που θα οδηγήσει σε μια βαθιά ύφεση, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 6,3% συνολικά σε μια τριετία. Αυτό το σενάριο περιλαμβάνει μια σειρά από οικονομικούς κραδασμούς, συμπεριλαμβανομένης μιας απότομης αύξησης των επιτοκίων, ενός σοβαρού σοκ στις αγορές ακινήτων και μιας σημαντικής αύξησης της ανεργίας.
Ειδικότερα, το δυσμενές σενάριο προβλέπει:
- Μια απότομη άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων κατά 240 μονάδες βάσης.
- -Μια πτώση στις τιμές των εμπορικών ακινήτων κατά 45% και των οικιστικών ακινήτων κατά 30%.
- -Μια αύξηση του ποσοστού ανεργίας κατά 6,1 ποσοστιαίες μονάδες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά η μεθοδολογία του stress test θα ενσωματώσει τον νέο Κανονισμό Κεφαλαιακών Απαιτήσεων (CRR3), ο οποίος τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025. Αυτό αναμένεται να προσθέσει ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας στην αξιολόγηση.
Τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης δεν είναι απλώς ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Θα αποτελέσουν τη βάση για τη διαμόρφωση των εποπτικών πολιτικών και θα επηρεάσουν άμεσα τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών. Ως εκ τούτου, το stress test του 2025 αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τοπίου για τα επόμενα χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, το stress test του 2025 αποτελεί για την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία και σταθερότητα.
Η Κύπρος
Το κυπριακό τραπεζικό σύστημα συμμετέχει ενεργά στο stress test. Η Τράπεζα Κύπρου και η Ελληνική Τράπεζα συμμετέχουν στο παράλληλο stress test που διεξάγει η ΕΚΤ για 45 μεσαίου μεγέθους τράπεζες. Στην ανθεκτικότητα του συστήματος και στην ανταπόκρισή του σε ακραία σενάρια συμβάλλουν τα αυξημένα κεφάλαια, η άνετη ρευστότητα και η δραστική μείωση του ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Βασισμένος στη δύναμη της οικονομίας μας είναι ο κυπριακός τραπεζικός τομέας, ο οποίος έχει αναπτύξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ευρωστία παρά μια σειρά πρωτοφανών και διαδοχικών κρίσεων τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Χριστάκης Πατσαλίδης, η φερεγγυότητα του τομέα, όπως αποτυπώνεται από τον δείκτη Common Equity Tier 1 (CET1), αυξήθηκε στο 23,5% το τρίτο τρίμηνο του 2024, επιτυγχάνοντας το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ και ξεπερνώντας σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 16,0%. Επιπλέον, ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) -ένας βασικός δείκτης της ικανότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων να αντέχουν σε σοβαρές πιέσεις ρευστότητας- έφτασε το 336% τον Σεπτέμβριο του 2024. Το επίπεδο αυτό υπερβαίνει το ελάχιστο ρυθμιστικό όριο του 100% περισσότερο από τρεις φορές και βρίσκεται πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 161,4%. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) μειώθηκε στο 6,5% το τρίτο τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας το χαμηλότερο επίπεδο από το 2014.
Όπως έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν, χωρίς την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών και την παρουσία εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων που έχουν αναλάβει την ιδιοκτησία και τη διαχείριση των ΜΕΔ.
Η ΚΤΚ συμμετέχει ενεργά σε θεματικές αναθεωρήσεις, stress tests και εις βάθος αναλύσεις υπό την καθοδήγηση της ΕΚT.
Αυτή η συμμετοχή στο stress test του 2025 αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας του κυπριακού τραπεζικού συστήματος σε υποθετικές αντίξοες οικονομικές συνθήκες και για τον εντοπισμό πιθανών ευπαθειών.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) έχει δημοσιεύσει μακροοικονομικά σενάρια ειδικά για την κυπριακή οικονομία στο πλαίσιο της άσκησης.
- Στο βασικό σενάριο προβλέπεται ανάπτυξη 3% το 2025, 3,1% το 2026 και 3% το 2027.
- Στο δυσμενές σενάριο, προβλέπεται συρρίκνωση 2,5% το 2025, 4,7% το 2026 και ανάκαμψη 0,7% το 2027.
Σημειώνεται ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ) έχει λάβει σημαντικά μέτρα τα τελευταία δύο χρόνια για την ενίσχυση της χρηματοοικονομικής ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος.
Εισήγαγε ενημερωμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις κυπριακές τράπεζες που χαρακτηρίζονται ως Άλλα Συστημικά Σημαντικά Ιδρύματα (O-SIIs). Πέντε μεγάλες τράπεζες (Τράπεζα Κύπρου, Ελληνική Τράπεζα, Eurobank, Astrobank και Alpha Bank) έχουν χαρακτηριστεί ως O-SIIs και απαιτείται να διατηρούν συγκεκριμένα κεφαλαιακά αποθέματα για τα επόμενα τρία χρόνια.
Πρόσθετα, η ΚΤΚ, στο πλαίσιο της μακροπροληπτικής εποπτείας, αποφάσισε στις 10 Ιανουαρίου 2025 να αυξήσει περαιτέρω το ποσοστό του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από 1,0% σε 1,5%, με ημερομηνία εφαρμογής από τις 14 Ιανουαρίου 2026.
Ο στόχος του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας είναι η δημιουργία ενός «μαξιλαριού» κεφαλαίων, το οποίο οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν σε περιόδους κρίσεων και οικονομικής ύφεσης προς απορρόφηση των ζημιών τους. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η ανθεκτικότητα των τραπεζών και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η απρόσκοπτη ροή του δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια δύσκολων οικονομικών περιόδων, βοηθώντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη.
Ο κ. Πατσαλίδης τονίζει ότι παρά τις ισχυρές επιδόσεις, «δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, καθώς η μακροοικονομική αβεβαιότητα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και οι αναδυόμενες απειλές, όπως οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο και οι κλιματικοί κίνδυνοι, αυξάνονται. Οι τράπεζες πρέπει να προσαρμοστούν γρήγορα για να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτές τις εξελισσόμενες προκλήσεις. Επιπλέον, οι τεχνολογικές εξελίξεις επιφέρουν ένα νέο τοπίο στο οποίο οι τράπεζες καλούνται να ανταγωνιστούν. Η επιδίωξη ενός κατάλληλου επιχειρηματικού μοντέλου είναι το κλειδί».