Μια εβδομάδα πριν την επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ -το οποίο αναμένεται να αποφασίσει μείωση των επιτοκίων της κατά 0,25%- και λίγες ώρες πριν την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ οι αγορές προέβλεπαν ότι η ΕΚΤ το 2025 θα μειώσει τα επιτόκιά της κατά 1%, σχεδόν 30 μονάδες βάσης λιγότερο από ό,τι πριν από λίγες εβδομάδες.
Η UBS σε χθεσινό της σημείωμα για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας απέδωσε την ανατιμολόγηση στα στοιχεία των ΗΠΑ και στις αλλαγές στις προσδοκίες για τα επιτόκια της Fed. Η UBS σχολιάζει ότι οι αγορές υπερεκτιμούν την επιρροή της Fed στη χάραξη πολιτικής της ΕΚΤ.
Στην παρούσα φάση το βασικό σενάριο αναφέρει ότι η ΕΚΤ θα μειώσει στις 30 Ιανουάριου κατά 25 μονάδες βάσης, στο 2,75%, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων και θα ακολουθήσουν άλλες τρεις μειώσεις στις συνεδριάσεις Μαρτίου, Απριλίου, Ιούνιου, με το λεγόμενο ουδέτερο επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 2%. Δηλαδή σε κάθε συνεδρίαση θα αποφασίζεται μείωση 0,25%. Η μείωση αυτή θα δώσει μεγαλύτερες ανάσες σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και στην Κύπρο και θα οδηγήσει σε χαμηλότερα επίπεδα των επιτόκια των κυπριακών τραπεζών.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Philip Lane δήλωσε ότι «αυτό που θα πρέπει να επεξεργαστούμε φέτος είναι ο μέσος δρόμος του να μην είμαστε ούτε πολύ επιθετικοί, ούτε πολύ προσεκτικοί στις ενέργειές μας».
Το βασικό σενάριο για υποχώρηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων στο 2% είναι σενάριο των αγορών-αναλυτών και δεν αποτελεί αποτέλεσμα καθοδήγησης από την ΕΚΤ, η οποία διατηρεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα, από συνεδρίαση σε συνεδρίαση. Το ρευστό περιβάλλον έχε καταστήσει επιφυλακτική την ΕΚΤ και δεν τις επιτρέπει να δώσει μια μακροχρόνια πρόβλεψη.
Μεγαλύτερες μειώσεις;
Το μόνο που ξέρουμε, από τη σύνοψη των πρακτικών της συνεδρίασης στις 11/12 Δεκεμβρίου είναι ότι ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου θα προτιμούσαν μια πιο λεπτομερή συζήτηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα μιας μείωσης κατά 0,50% η οποία θα παρείχε «ασφάλεια έναντι των καθοδικών κινδύνων για την ανάπτυξη».
Η ευρωζώνη δεν περνά τις καλύτερες ημέρες της, μεγάλες οικονομίες δοκιμάζονται, και οι μεγαλύτερες μειώσεις επιτοκίων μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών. Παράλληλα η χαμηλότερη ανάπτυξη μπορεί να φέρει χαμηλότερο πληθωρισμό.
Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να συνεχιστεί «με μια σειρά περικοπών επιτοκίων στις επόμενες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ», είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μιλώντας στο ελληνογαλλικό εμπορικό επιμελητήριο.
«Αυτό που με προβληματίζει», προσέθεσε, «είναι η ανάπτυξη. Φαίνεται ότι η οικονομία στη ζώνη του ευρώ αγωνίζεται να ανακτήσει τον βηματισμό της. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι, ενώ οι πιέσεις στο διεθνές εμπόριο, που προβλέπεται να ενταθούν στην περίπτωση υιοθέτησης νέων μέτρων εμπορικού προστατευτισμού από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, μπορούν να υποσκάψουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως, με αρνητικές συνέπειες για τον, ούτως ή άλλως, πολύ μέτριο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ. Μια τέτοια εξέλιξη, με τη σειρά της, θα μπορούσε να οδηγήσει τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη σε επίπεδα χαμηλότερα του στόχου. Φυσικά, μεγαλύτερες περικοπές δεν θα πρέπει να αποκλειστούν εάν τα εισερχόμενα στοιχεία δείχνουν πληθωρισμό κάτω του στόχου μεσοπρόθεσμα», είπε ο κ. Στουρνάρας.
Η συγκράτηση του πληθωρισμού θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να επικεντρωθεί περισσότερο στους καθοδικούς κινδύνους για την ανάπτυξη, γράφει η UBS. Ο πληθωρισμός της ευρωζώνης αυξήθηκε στο 2,4% ετησίως τον Δεκέμβριο (στο 2,7% ο δομικός), αλλά η πρόβλεψη είναι ότι ο γενικός πληθωρισμός θα επιβραδυνθεί σε περίπου 2% κατά τη διάρκεια του α΄ τριμήνου και στη συνέχεια θα κυμανθεί γύρω στο 2-2,2% για το υπόλοιπο του 2025. Ο πληθωρισμός των υπηρεσιών εξακολουθεί να είναι υψηλός, στο 4%, αλλά με τη συγκράτηση των μισθών που αναμένεται να αποκτήσει δυναμική τους επόμενους μήνες, και ο πληθωρισμός των υπηρεσιών θα επιβραδυνθεί.