Η Κύπρος έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), όπως υποδεικνύουν οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης στις πρόσφατες αναβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας από μεγάλους οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης και τις βελτιώσεις σε βασικούς χρηματοοικονομικούς δείκτες. Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν, ιδίως όσον αφορά τη ρύθμιση του παλαιού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο εξακολουθεί να επηρεάζει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας και τη μελλοντική πιστωτική ανάπτυξη.
Η επίλυση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ζωτικής σημασίας για τη στήριξη των προσπαθειών οικονομικής διαφοροποίησης. Τομείς όπως ο τουρισμός, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και ο αναδυόμενος κλάδος της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών απαιτούν ισχυρές πιστωτικές ροές για την προώθηση της ανάπτυξης και της καινοτομίας.
Ο κυπριακός τραπεζικός τομέας έχει σημειώσει συνεχή μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων τα τελευταία χρόνια. Τον Αύγουστο του 2024, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν 6,8%, μια τεράστια μεταβολή από το ιστορικά υψηλό 49% που καταγράφηκε τον Μάιο του 2016. Η μείωση αυτή των ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζών οφείλεται στις πωλήσεις σε Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων και στο κλείσιμο του Συνεργατισμού, τα «κόκκινα δάνεια» του οποίου μεταφέρθηκαν στην ΚΕΔΙΠΕΣ. Αυτό σημαίνει ότι τα ΜΕΔ έφυγαν από τον τραπεζικό τομέα, εξέλιξη που επέτρεψε την αναβάθμιση των αξιολογήσεων των τραπεζών, της οικονομίας γενικότερα και την προσέλκυση επενδυτών στον κυπριακό τομέα, αλλά η δουλειά δεν τελείωσε.
Η πρόκληση
Ο οίκος S&P, ο τελευταίος που αναβάθμισε σε βαθμίδα «Α» την Κύπρο, περιγράφει με καθαρό τρόπο την πρόκληση:
«Ένα πρόβλημα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η Κύπρος είναι το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων εντός του συστήματος, τα οποία όμως κατέχουν οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων (ΕΕΠ). Πρόκειται για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έφυγαν από τις τράπεζες. Τον Ιούνιου του 2024 περίπου το 44% του συνολικού χρέους του ιδιωτικού τομέα ήταν μη εξυπηρετούμενο και το κατείχαν ΕΕΠ. Αυτό θα μπορούσε να εμποδίσει την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να διεισδύσει στο σύνολο της οικονομίας. Συνδυαστικά με τη συνεχιζόμενη τάση αύξησης της συγκέντρωσης στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, η ικανότητα της αύξησης του δανεισμού να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη μπορεί να περιοριστεί», τονίζει ο S&P στην ανάλυσή του για την αναβάθμιση της Κύπρου.
Πρόκειται για μια σημαντική πρόκληση που καθιστά αναγκαία τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας των ΕΕΠ και των εταιρειών διαχείρισης των ΜΕΔ. Η σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου βοηθά και αποτυπώθηκε πρόσφατα σε ανάλυση του οίκου DBRS για την πορεία των τιτλοποιήσεων κυπριακών δανείων.
Καθώς η Κύπρος συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις, η διατήρηση συνετών δημοσιονομικών πολιτικών, η στήριξη των μεταρρυθμίσεων του τραπεζικού τομέα και η προώθηση της οικονομικής διαφοροποίησης είναι ουσιώδους σημασίας για τη μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη. Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες για την επίλυση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του οικονομικού μέλλοντος της χώρας και της ικανότητάς της να αντέξει ενδεχόμενους εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
Οι αναβαθμίσεις
Σε αυτή τη φάση το ποτήρι δείχνει μισογέματο, ειδικά για τις τράπεζες. Σύμφωνα με τις αναλύσεις των οίκων αξιολόγησης, το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα ανήλθε σε €1,788 δισ. τον Ιούνιο του 2024, σημειώνοντας μείωση από €1,927 δισ. τον προηγούμενο μήνα. Αυτή η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνοδεύτηκε από βελτίωση της συνολικής ποιότητας του ενεργητικού, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών.
Παράλληλα, οι κυπριακές τράπεζες έχουν απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών που σχετίζονται με την εξυγίανση των ισολογισμών τους. Η βελτίωση αυτή οδήγησε σε αυξημένη σταθερότητα στον τραπεζικό τομέα, με τις τράπεζες να παρουσιάζουν ισχυρότερη κερδοφορία, ποιότητα ενεργητικού και ρευστότητα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εικόνα δεν είναι ενιαία. Τα λεγόμενα «λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (LSI)», οι μη συστημικές τράπεζες, εξακολουθούν να αγωνίζονται με την επίλυση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Τον Ιούνιο του 2024, ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων τους ανερχόταν σε 21%, αμετάβλητος από τον Δεκέμβριο. Αυτές οι μικρότερες τράπεζες βασίζονται κυρίως σε οργανικά μέτρα για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με αποτέλεσμα μια πιο παρατεταμένη διαδικασία εξυγίανσης που επιβαρύνει τις επιδόσεις τους.
Τι λένε οι οίκοι
Ο οίκος Moodys «αναμένει ότι οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα, που καθοδηγούν την εκτίμηση του οίκου για την ευαισθησία σε κινδύνους, θα παραμείνουν συγκρατημένοι λόγω της σημαντικής ενίσχυσης των πιστωτικών προφίλ των κυπριακών τραπεζών τα τελευταία χρόνια και της συνέχισης της απομόχλευσης του τραπεζικού τομέα».
Το 2024, η αποπληρωμή των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (LTRO) μείωσε περαιτέρω το μέγεθος του συστήματος. Ο οίκος θεωρεί το συνολικό τραπεζικό ενεργητικό προς το ΑΕΠ (219% το 2023) ως έναν καλό δείκτη, καθώς η πλέον τα υποκαταστήματα ξένων τραπεζών αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό μέρος του τραπεζικού ενεργητικού.
Ο οίκος Fitch αναφέρει από την πλευρά του πως ο τραπεζικός τομέας έχει «ισχυρή φερεγγυότητα, ρευστότητα και κερδοφορία, υποστηριζόμενος από τα υψηλότερα επιτόκια και το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον». Ο δείκτης Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (Tier 1) διαμορφώθηκε στο 23,5% τον Σεπτέμβριο του 2024, που είναι «ο υψηλότερος στην Ευρωζώνη, παρέχοντας στις τράπεζες σημαντικά αποθέματα ασφαλείας σε περίπτωση κυκλικής ύφεσης».
Ο χαμηλότερος κίνδυνος υποστηρίζεται επίσης από τη σημαντική απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα κατά την τελευταία δεκαετία, με το ενοποιημένο ιδιωτικό χρέος (εξαιρουμένων των οντοτήτων ειδικού σκοπού) να διαμορφώνεται στο 140% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 (και τώρα πολύ κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ), από το μέγιστο 279% το 2014.
Ο S&P υπογραμμίζει ότι οι κυπριακές τράπεζες, οι οποίες ανήκουν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους, φαίνονται σήμερα πολύ πιο φυσιολογικές από ό,τι παλαιότερα - μειώνοντας τους ενδεχόμενους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά.
Η κερδοφορία των τραπεζών έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2021, και ενώ είναι πιθανό να μειωθεί καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει τη χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής, ο S&P αναμένει ότι οι τράπεζες θα διατηρήσουν ένα λογικό επίπεδο κερδοφορίας, ιδίως καθώς ο ανταγωνισμός έχει μειωθεί. Οι δύο συστημικές τράπεζες έχουν σχετικά σταθερή πρόσβαση στις εξωτερικές κεφαλαιαγορές από το 2021, αμβλύνοντας τους κινδύνους σχετικά με την πρόσβαση στην εξωτερική χρηματοδότηση.
«Μετά από χρόνια σημαντικών πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, τιτλοποιήσεων, διαγραφών και ανακτήσεων, ο τραπεζικός τομέας της Κύπρου απορρόφησε σε μεγάλο βαθμό το πλήγμα στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2012. Αν και εξακολουθεί να είναι υψηλότερος από τους ανταγωνιστές του, ο μέσος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων του τομέα συνέχισε να μειώνεται. Χρησιμοποιώντας τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος περιλαμβάνει τις καταθέσεις των τραπεζών στην κεντρική τράπεζα (ένα σημαντικό μέρος του ισολογισμού των κυπριακών τραπεζών), ο δείκτης διαμορφώνεται στο 3,5%, το οποίο είναι πιο ευθυγραμμισμένο με τον μέσο όρο της ΕΕ. Μαζί με την ουσιωδώς βελτιωμένη κερδοφορία του τομέα, αυτό επέτρεψε τη σταθερή πρόσβαση των συστημικών τραπεζών στις εξωτερικές αγορές από το 2021, με όλο και πιο ευνοϊκά επιτόκια», αναφέρει για τον κυπριακό τραπεζικό τομέα ο οίκος S&P.
Τέλος, ο Scope Ratings γράφει ότι ο τραπεζικός τομέας στην Κύπρο παρουσιάζει επίσης αυξημένη σταθερότητα, με σημαντικές βελτιώσεις στην κερδοφορία, την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και τη ρευστότητα.
Σημειώνεται ότι οι κίνδυνοι για το χρηματοπιστωτικό σύστημα μειώνονται σταδιακά, με σταθερή πρόοδο που σημειώνεται από την κρίση του 2012-2013. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) έχουν μειωθεί, δείχνοντας μια πιο θετική προοπτική, παρά το γεγονός ότι παραμένουν υψηλά σε σύγκριση με τα πρότυπα της Ευρωζώνης. Ο τραπεζικός τομέας, προστίθεται, ωφελείται από την αύξηση της κερδοφορίας που οδηγείται από τα υψηλότερα επιτόκια, καθώς και από ισχυρότερα κεφαλαιακά αποθέματα.
Ο Scope τονίζει ότι περαιτέρω αναβαθμίσεις θα εξαρτηθούν από τη συνεχιζόμενη πρόοδο στη μείωση των εξωτερικών ανισορροπιών και τη συνεχιζόμενη μείωση των ΜΕΔ. Αντίθετα, η χαλάρωση των δημοσιονομικών πολιτικών, η αύξηση των εξωτερικών ανισορροπιών ή η επανεμφάνιση αδυναμιών στον τραπεζικό τομέα θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στην αντίθετη κατεύθυνση.