Η μείωση του πληθωρισμού κοντά στα επίπεδα του 2% σε συνδυασμό με την υποτονική ανάπτυξη των οικονομιών της ευρωζώνης, λόγω μειωμένης ιδιωτικής κατανάλωσης και επενδύσεων, οδήγησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε δεύτερη μείωση των επιτοκίων.
Η μείωση στις τιμές του πετρελαίου και των παραγώγων του στις διεθνείς αγορές λόγω των εκτιμήσεων για μειωμένη ζήτηση, απόρροια της επιβράδυνσης μεγάλων οικονομιών οδήγησαν σε μείωση του ποσοστού πληθωρισμού. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν παραμένει η ακρίβεια, δηλαδή οι υψηλές τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Ο πληθωρισμός καταγράφει την πορεία των τιμών μεταξύ δύο χρονικών στιγμών και όσο παραμένει θετικός, οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει εκείνη η επιχειρηματική δραστηριότητα που θα οδηγήσει σε αύξηση της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών ώστε να πιεστούν οι τιμές. Οι κεντρικές τράπεζες μέσα από τη σύσφιγξη των νομισματικών τους πολιτικών, περιόρισαν τη ζήτηση αλλά αυτός ο κύκλος αυξήσεων φαίνεται να έκλεισε (εκτός αν υπάρξει ανάφλεξη του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες).
Πάντως η κ. Λαγκάρντ, σημείωσε ότι προς το τέλος του τρέχοντος έτους αναμένεται να υπάρξει μια αύξηση στις τιμές του πετρελαίου λόγω της μεγάλης μείωσης που σημείωσε μέχρι σήμερα, όμως σε ετήσια βάση θα είναι χαμηλότερες από πέρσι. Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ καταδεικνύουν συνέχιση της μείωσης του πληθωρισμού αλλά και υποτονική οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.
Η πορεία των οικονομιών της ευρωζώνης αναμένεται να αποτελέσει βαρίδι για τις επόμενες αποφάσεις. Υψηλό ενεργειακό κόστος, αδυναμία προσαρμογής στα νέα δεδομένα του διεθνούς ανταγωνισμού και μειωμένη ζήτηση δημιουργούν σημαντικά προβλήματα στις επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στις εθνικές οικονομίες. Κλασικό παράδειγμα η αυτοκινητοβιομηχανία στη Γερμανία η οποία φαίνεται να περνά μια περίοδο σημαντικής κρίσης, με μεγάλες εταιρείες να σκέφτονται τη συρρίκνωση/μείωση των κέντρων/εργοστασίων κατασκευής αυτοκινήτων.
Σε παρόμοια απόφαση αναμένεται να καταλήξει και η Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής (FED) την ερχόμενη βδομάδα, με τις εκτιμήσεις να κάνουν αναφορά σε μείωση 0,50% εφόσον δεν υπήρξε προηγούμενη μείωση. Κάποιοι μάλιστα αναλυτές επικρίνουν τη FED ότι έχει καθυστερήσει την απόφαση, μένοντας ουραγός, κάτι που επηρεάζει την αμερικανική οικονομία. Υπενθυμίζεται ότι πριν περίπου έναν μήνα όταν οι χρηματαγορές σημείωναν μεγάλη μείωση, ένας από του λόγους, όπως αυτός αναδεικνυόταν στα διεθνή Μέσα, ήταν η παρατεταμένη περίοδος σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από τη FED η οποία εκτίμησε λάθος την πορεία της οικονομίας.
Από εκεί και πέρα οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών για τα επιτόκια επηρεάζουν και τις συναλλαγματικές αξίες. Για παράδειγμα, αν το επιτόκιο κατάθεσης του ευρώ ή κάποιου άλλου νομίσματος παραμένει σε υψηλά επίπεδα, θα υπάρχει ζήτηση για το συγκεκριμένο νόμισμα ώστε να γίνονται καταθέσεις με υψηλές αποδόσεις. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αποτελούν ένα από τα κύρια στοιχεία διατήρησης της ανταγωνιστικότητας στο διεθνές εμπόριο.
Είναι γι' αυτό τον λόγο που βλέπουμε την προσπάθεια των BRICS και όσων συνεργάζονται για τη διεκπεραίωση των συναλλαγών σε εθνικά νομίσματα και όχι για παράδειγμα σε δολάριο, όπως αποτιμάται το πετρέλαιο στις διεθνείς αγορές, σε μια προσπάθεια «αποδολαριοποίησης» κάτι που αυτή τη στιγμή φαντάζει δύσκολο.
Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο μετά τη συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, και επιβεβαίωση προηγούμενης τοποθέτησης, είναι ότι οποιεσδήποτε αποφάσεις στο μέλλον για μείωση των επιτοκίων θα λαμβάνονται με προσοχή και σταδιακά. Συνεπώς, δεν θα έχουν τον ίδιο ρυθμό και την ένταση που είχαν οι αυξήσεις. Φυσικά, οι συγκεκριμένες αποφάσεις θα επηρεάζονται και από το τι πράττουν οι άλλες κεντρικές τράπεζες.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων βελτίωσαν σημαντικά τις αποδόσεις των κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυμάτων και αυτό φαίνεται τόσο στα αποτελέσματα που ανακοινώνουν όσο και στα στοιχεία των ΕΚΤ. Επισημαίνεται ότι με την τελευταία απόφαση της ΕΚΤ μειώθηκε σημαντικά και το επιτόκιο που λαμβάνουν τα τραπεζικά ιδρύματα όταν καταθέτουν εκεί την επιπλέον ρευστότητα που έχουν.
Αυτό δίνει τη δυνατότητα στα τραπεζικά ιδρύματα να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις δανείων εκεί και όπου απαιτείται, εφόσον μπορούν να απορροφήσουν μέρος της αύξησης των επιτοκίων. Σημαντικό ζητούμενο, είναι το πώς θα ενεργήσουν τα τραπεζικά ιδρύματα μετά τις αποφάσεις από την ΕΚΤ.
Δύο ουσιαστικά είναι τα ζητήματα. Το πρώτο να δοθούν κάποιες ανάσες στους δανειολήπτες οι οποίοι αναπροσάρμοσαν την καθημερινότητά τους και τον προϋπολογισμό τους για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες δόσεις. Κάποιοι προχώρησαν σε αναδιαρθρώσεις μετατρέποντας το επιτόκιο της δανειακής τους σύμβασης από κυμαινόμενο σε σταθερό, όποτε δεν αναμένεται να δουν μειώσεις στις δόσεις τους.
Το δεύτερο είναι να δοθεί η δυνατότητας ενίσχυσης της δανειοδότησης τόσο σε επιχειρήσεις για ενίσχυση της επιχειρηματικής και επενδυτικής δραστηριότητας (αυξάνοντας την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών) όσο και σε ιδιώτες κυρίως για στεγαστικούς σκοπούς, όπου εντοπίζονται οι περισσότερες δυσκολίες. Φυσικά, οι μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν είναι τέτοιου μεγέθους που θα κάνουν τη μεγάλη διαφορά αλλά αν υιοθετηθούν σωστά από τα τραπεζικά ιδρύματα μέσα από τις πολιτικές τους, θα επηρεάσουν θετικά την οικονομία.