Ο νεαρός άνδρας ήταν πολύ καλός δικηγόρος. Ελκυστικός και στην κορυφή του επαγγέλματος. Είχε κερδίσει όλες τις δίκες που ανέλαβε, δεν είχε χάσει καμία υπόθεση. Καυχιόταν λέγοντας «πάντα κερδίζω, ποτέ δεν χάνω». Είχε βρει πως είχε άδικο ένα αθώο νεαρό κορίτσι σε μια υπόθεση σεξουαλικού βιασμού, ενώ υπερασπίστηκε και αθώωσε έναν δολοφόνο ο οποίος σκότωσε τρία άτομα σε δίκη για μια δολοφονία. Θαύμασα την ικανότητά του. Ειδικά εκείνη η υπεράσπιση που έκανε στην υπόθεση δολοφονίας είναι για να διδάσκεται σε μαθήματα νομικής. Υπερασπίστηκε θαυμάσια τον πελάτη του. Άρχισε λέγοντας: «Δεν αγαπώ καθόλου αυτό τον άνθρωπο. Τον μισώ. Μπορώ να σας πω πολλά πράγματα που θα μπορούσατε και εσείς να τον μισήσετε. Όμως, το να μην τον αγαπάτε, το να μην σας αρέσει καθόλου, δεν δείχνει ότι είναι ένοχος σε αυτή την υπόθεση». Τα έλεγε αυτά στους ενόρκους. Και οι ένορκοι τον άκουγαν με θαυμασμό. Έτσι αθώωσε τον δολοφόνο τριών ατόμων.
Το όνομα της ταινίας ήταν «Ο δικηγόρος του διαβόλου». Αφότου παρακολούθησα την ταινία σκέφτηκα τη δική μας χώρα εδώ και τους δικηγόρους μας. Το νομικό μας σύστημα είναι το αγγλοσαξονικό. Δεν υπάρχουν ένορκοι. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλύτερα αν υπήρχαν. Μαζεύουν τα μέλη των ενόρκων ανάμεσα από τους απλούς ανθρώπους. Βεβαίως αυτό επηρεάζει την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία του δικαστηρίου. Μπορούν να αποφασίσουν χωρίς να βρίσκονται κάτω από κανέναν επηρεασμό. Όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις που συμβαίνει το αντίθετο. Σας συστήνω να δείτε οπωσδήποτε την ταινία «12 θυμωμένοι άνδρες». Είναι μια από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η πιο συγκινητική δικαστική ταινία. Κάποτε αυτοί οι ένορκοι μπορεί να είναι πολύ αναξιόπιστοι. Για παράδειγμα, κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του, ο γνωστός γκάγκστερ Αλ Καπόνε είχε καταφέρει να εξαγοράσει όλους τους ενόρκους. Όταν το αντιλήφθηκε αυτό ο έξυπνος αστυνομικός επιθεωρητής, άλλαξε όλους τους ενόρκους. Σε εμάς δεν υπάρχουν ένορκοι. Δεν γίνεται να υπάρχουν. Διότι είμαστε μια μικρή κοινωνία. Όλοι γνωρίζουν όλους εδώ. Και επειδή τους γνωρίζουν, δεν μπορούν να είναι αμερόληπτοι. Είναι αλήθεια ότι τώρα έχουμε πληθύνει πολύ, γεμίσαμε με αλλοδαπούς και μάλιστα έγιναν πολλαπλάσιοι από εμάς. Όμως, παρά ταύτα δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν ένορκοι. Και μάλιστα, αν ακόμα και στην Αμερική ο Αλ Καπόνε κατάφερε να εξαγοράσει τους ενόρκους, εδώ θα γίνεται πολύ πιο εύκολα αυτή η δουλειά!
Δεν είναι οι ένορκοι το θέμα που ήθελα να γράψω ουσιαστικά σε αυτό το άρθρο. Το ουσιαστικό θέμα είναι η νομική ηθική. Τι πράγμα είναι να υπερασπίζεσαι και να σώζεις έναν κατηγορούμενο γνωρίζοντας ότι είναι ένοχος; Αν ρωτήσουμε τους δικηγόρους μας, τι λένε; Λένε «είμαι δικηγόρος, κάνω τη δουλειά μου, δεν με ενδιαφέρει αν είναι ένοχος»; Ή βρίσκουν παρηγοριά λέγοντας «είμαι επαγγελματίας»; Δεν τους ενοχλεί καθόλου να σώζουν έναν ένοχο υπερασπίζοντάς τον με μαεστρία; Ήμουν μάρτυρας σε υποθέσεις στις οποίες αθωώθηκαν και σώθηκαν ένοχοι. Από μια άποψη, η δουλειά της νομικής είναι μια ακροβασία εκφράσεων. Οι νόμοι είναι ασαφείς. Όσο ξεκάθαρα και αν γραφτούν, είναι ασαφείς. Μπορούν να συρθούν παντού. Κερδίζει όποιος καταφέρει αυτή την ακροβασία. Όμως, όπως όλα τα προβλήματά μας, είναι και αυτό ένα πρόβλημα ηθικής. Δεν γίνεται με το να λες «είμαι δικηγόρος, κάνω τη δουλειά μου, κοιτάζω την επιτυχία». Μήπως ήταν πολύ ευτυχισμένος λόγω των επιτυχιών του ο «δικηγόρος του διαβόλου»; Δεν τον πείραξε καθόλου που υπερασπίστηκε και έσωσε έναν δολοφόνο, ο οποίος σκότωσε άγρια τρία άτομα; Η ζωή του έγινε κομμάτια. Καμία άδικη επιτυχία δεν μπορεί να πάρει τη θέση της ηθικής.
Αυτό είναι έτσι και στη δημοσιογραφία, όχι μόνο στη νομική. Και η δημοσιογραφία είναι ένα ζήτημα ηθικής. Και δυστυχώς, σε αυτό το ζήτημα σερνόμαστε. Έχουμε έναν Τύπο στον οποίο ακούγεται η φωνή όσων δίνουν τα χρήματα. Ανάμεσά μας υπάρχουν κάποιοι που λένε «εγώ κοιτάζω τα χρήματα». Βρίσκονται μέσα σε αυτό το βούρκο, ακόμα και εκείνοι που κατηγορούν τους πολιτικούς ότι κάνουν ρουσφέτι. Άστε την οικονομία, την πολιτική. Μιλήστε μου για ηθική. Αν καταρρεύσει η ηθική σε αυτή την κοινωνία, μήπως θα απομείνει κάτι που δεν θα έχει καταρρεύσει;