Πάντα επίκαιρος, ο Έλληνας συγγραφέας Ευάγγελος Παπανούτσος, ο οποίος στο δοκίμιό του με τίτλο «Το δίκαιο της πυγμής» (1975), ασκεί κριτική στη συγκεκριμένη θεωρία και ανασκευάζει το επιχείρημα στο οποίο βασίζεται. Το επιχείρημα: [...] Η δύναμη αλλά και η αδυναμία της θεωρίας του «δικαίου της πυγμής» είναι το επιχείρημα ότι η βία που επιβάλλει τον ισχυρό και εξοντώνει τον αδύνατο, δεν είναι μόνο γεγονός, αλλά και αξία· και βέβαιη αξία, επειδή το γεγονός είναι αναμφισβήτητο.
Απόσπασμα από το δοκίμιο – διαμάντι
Εάν οι οπαδοί της μας έλεγαν απλώς: Τα πράγματα είναι αυτά που είναι: θηρίο και ο άνθρωπος ζει, όπως και τα άλλα θηρία, με τα δόντια του. Μην προσπαθήσετε να τον αλλάξετε, ματαιοπονείτε· με τη φύση δεν τα βάζει κανείς, εκείνη θα ειπεί πάντοτε την τελευταία λέξη, μπορεί να μη μας έπειθαν, αλλά ίσως θα μας έβρισκαν πρόθυμους να σκύψομε μελαγχολικά το κεφάλι και να σωπάσομε.
Μας λένε όμως κάτι περισσότερο: Αυτό που γίνεται, να επιβάλλει δηλαδή ο άνθρωπος με τη γροθιά τη θέληση και το συμφέρον του, αξίζει και πρέπει να γίνεται, γιατί έτσι μόνο θα προοδέψει και αυτός και ο κόσμος, και τούτο ακριβώς γεννάει μέσα μας πολλές και σοβαρές αμφιβολίες. Όχι ανησυχίες ηθικές, αλλά αμφιβολίες θεωρητικές. Τις πρώτες θα μπορούσαν να τις παραβλέψουν, τις δεύτερες όμως είναι υποχρεωμένοι να τις εξετάσουν. Αναφέρω εδώ τις σπουδαιότερες.
Από αυτό που «γίνεται», και μάλιστα από αυτό που «γίνεται ώς τώρα», δεν είναι λογικά επιτρεπτό να συμπεράνεις με βεβαιότητα ότι τούτο «θα γίνεται και στο μέλλον», και πολύ λιγότερο ότι τούτο «αξίζει και πρέπει να γίνεται». Αν ο άνθρωπος φέρθηκε ώς τώρα με αγριότητα και απερισκεψία όπως όλα τα θηρία, και όταν καταλαβαίνει ότι έχει την υπεροχή, λύνει τις διαφορές του με τη βία, το γεγονός αυτό δεν σου δίνει το λογικό δικαίωμα να περιμένεις ότι θα επαναλαμβάνεται επ' άπειρον και πολύ λιγότερο ότι τούτο «θα γίνεται και στο μέλλον», και πολύ λιγότερο να υποστηρίζεις ότι πρέπει να επαναλαμβάνεται. Γιατί τίποτα δεν εμποδίζει να αλλάξει αύριο και στο σημείο τούτο η ροή της ιστορίας (φαινόμενο όχι τόσο σπάνιο όσο νομίζεται), είτε από τη συνδρομή διάφορων απρόβλεπτων περιστάσεων, είτε με την πρωτοβουλία του ίδιου του ανθρώπου, που αφού έχει τις καταβολές του λογικού, μπορεί κάποτε να λογικευτεί και ν' αποφασίσει να αξιοποιεί με άλλους συμφερότερους και ευπρεπέστερους τρόπους την περίσσεια των σωματικών και των πνευματικών του δυνάμεων, όχι με τον εξευτελισμό και τη σφαγή των ομοίων του. Και εάν όμως αποκλείσω και τα δύο αυτά ενδεχόμενα, πάλι θα δυσκολευτώ να πεισθώ ότι το φυσικό καθεστώς μπορεί να αποτελέσει δεοντολογικό κανόνα. Το κήρυγμα «κατά φύσιν ζην» ή «επιστροφή στη Φύση» δεν είναι αποτελεσματικό, ούτε πάντοτε φρόνιμο. Όχι μόνο γιατί ο άνθρωπος με την κοινωνική οργάνωση και την πνευματική του εξέλιξη απομακρύνθηκε οριστικά και ανέκλητα από τη «φυσική κατάσταση» και δεν εξαρτάται από τη θέλησή του να ξαναγυρίσει σ' αυτήν, αλλά και για έναν άλλο σπουδαιότερο λόγο. Το «φυσικό» δεν είναι κατ' ανάγκη και «αξιόπρακτο». Οι πολιτισμένοι άνθρωποι έμαθαν (με τον ιδρώτα και το αίμα τους) να μην ταυτίζουν τις δύο έννοιες, ούτε κατά το πλάτος ούτε κατά το βάθος τους. Τα «αξιόπρακτα», όπως λέμε στη γλώσσα της φιλοσοφίας, υπερβαίνουν τα «φυσικά». Βρίσκονται σε άλλο επίπεδο, προσδιορίζονται με άλλου είδους γνωρίσματα, μετριούνται με άλλα μέτρα. Επομένως δεν συναντώνται πάντοτε με τα «φυσικά», ούτε συμπίπτουν μ' αυτά.
Γι' αυτό η συνείδησή μας σκανδαλίζεται όταν ο αντίδικος αναιρεί ή σαρκάζει την προσήλωσή μας σε μιαν αξία, π.χ. στον ηθικό κανόνα «εἰ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν, ἑλοίμην ἄν ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν» με το επιχείρημα ότι τούτο δεν είναι «φυσικό». Την αμφισβήτηση την αισθανόμαστε σαν προσβολή στην «ανθρωπιά» μας. Βέβαια δεν είναι «φυσικό», την ώρα που αναγκάζομαι ή ν' αδικήσω ή να αδικηθώ, εγώ να προτιμήσω να αδικηθώ παρά να αδικήσω· είμαι όμως περήφανος σαν άνθρωπος, τιμώ την »ανθρωπιά» στο πρόσωπό μου, όταν υπερβαίνω τη φυσική ίσως τάση να βλάψω τον όμοιό μου για ν' αποφύγω τη βιαιότητά του και δέχομαι τα πλήγματα χωρίς να τα ανταποδίνω. Εάν υποχωρήσω στις παρορμήσεις του ενστίκτου και επιτεθώ, το «ζώο» μέσα μου θα νικήσει, εγώ όμως σαν άνθρωπος με φρόνημα ηθικό θα νικηθώ. Και αυτή τη νίκη του «φυσικού», που με ταπεινώνει, δεν τη θέλω[...]