Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου μας «Ένα όνειρο απατηλό;» πιστεύω ότι αν το όνειρο της επανένωσης δεν είναι απατηλό, τότε το σημερινό μας άρθρο ταιριάζει πλήρως. Χρησιμοποιήσαμε αυτό τον τίτλο επειδή πιστεύουμε ότι η κοινή γλώσσα επικοινωνίας των δύο κοινοτήτων πραγματικά είναι εκ των ων ουκ άνευ. Έχουμε αγγίξει τόσα πολλά θέματα του Κυπριακού διά μέσου των συνομιλιών τόσα χρόνια μέχρι το Κραν Μοντανά αλλά ποτέ δεν έχει συζητηθεί ο τρόπος επικοινωνίας των δύο κοινοτήτων μέσα στην ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία, αν ποτέ καταφέρουμε να επανενώσουμε την πατρίδα μας, που είναι ένα από τα πρωταρχικά στοιχεία τα οποία πρέπει να θεωρήσουμε με σοβαρότητα. Η κοινή γλώσσα στο επικοινωνιακό πεδίο των δύο κοινοτήτων είναι must για να μην χανόμαστε στη μετάφραση με τραγικές συνέπειες. Έχω ασχοληθεί με το επικοινωνιακό και πολλάκις τόνισα τη σημαντικότητα της κοινής γλώσσας σε όλα τα στρώματα του λαού ως εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ Τ/Κ και Ε/Κ. Και είναι εδώ που ακόμα μια φορά θα αναφερθώ στον διάσημο γλωσσολόγο Γιώργο Μπαμπινιώτη ο οποίος σε παλαιότερη συνέντευξή του στο ΡΙΚ τόνισε εμφαντικά την αναγκαιότητα για εργαλείο επικοινωνίας των δύο κοινοτήτων και εισηγήθηκε ευθέως την εισαγωγή ελληνικών και τουρκικών στα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο κοινοτήτων αντιστοίχως για να υπάρξει ομαλή εφαρμογή της λύσης με τα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων ανοικτά.
Η δήλωση αυτή του καθηγητή Μπαμπινιώτη -ουσιαστικά εισηγείται την εισαγωγή της δίγλωσσης παιδείας στα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο κοινοτήτων- μας δικαιώνει ακόμα μια φορά όταν στο βιβλίο μου «English Fl: Modus Operandi,Bilingual Education Modus Vivendi» το 1996 -το οποίο βασίζεται μερικώς στη διδακτορική μου διατριβή- εισηγήθηκα την εισαγωγή της δίγλωσσης παιδείας -η διδασκαλία ξένης γλώσσας ορισμένες περιόδους την εβδομάδα, καμία σχέση έχει με τη δίγλωσση παιδεία- στα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο κοινοτήτων με την αγγλική ως κοινή γλώσσα σε πρώτο στάδιο τούρκικα-αγγλικά, ελληνικά-αγγλικά=αγγλικά κοινή γλώσσα. Γνωρίζοντας την αντίσταση που θα προκαλούσε η πιο πάνω σωστή εισήγηση του καθηγητή Μπαμπινιώτη. Δυστυχώς όταν το ως άνω βιβλίο κυκλοφόρησε, πίστεψα αφελώς ότι το πρόβλημα επικοινωνίας με στόχο τη συνεργασία των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο θα ευαισθητοποιούσε τους πολιτικούς μας, οι οποίοι όμως, δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον γι' αυτό το θέμα το οποίο θεωρείται ταμπού ένεκα ψευδοπατριωτικών συμπλεγμάτων. Η μόνη λυσσώδης αντίδραση στην πιο πάνω εισήγησή μου προήλθε από τους καλά γνωστούς «υπερασπιστές» της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας, οι οποίοι προκατειλημμένοι και λανθασμένα πληροφορημένοι για τη δίγλωσση παιδεία, μας επιτέθηκαν ανηλεώς με την κατηγορία ότι προσπαθούμε να οδηγήσουμε την ελληνική γλώσσα σε εξαφάνιση. Βέβαια η ανακριβής και προκατειλημμένη άποψή τους απορρίπτεται κατηγορηματικά. Είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι η δίγλωσση παιδεία είναι εξαιρετικά σχετική με τη λύση του κυπριακού προβλήματος επειδή προϋποθέτει την ανάμειξη των δύο κοινοτήτων της μεγαλονήσου. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι χρειάζεται να έλθουν κοντά, να επικοινωνούν και να συζητούν τα προβλήματά τους με στόχο τη δημιουργία μιας αληθινής σχέσης η οποία να βασίζεται σε αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση. Ο καθηγητής Μπαμπινιώτης συμφώνησε με την πιο πάνω άποψη και προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα τονίζοντας ότι δεν είναι εφικτό να αναμένουμε τον κόσμο των δύο κοινοτήτων να δημιουργήσουν ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης χωρίς να μπορούν να επικοινωνούν γλωσσολογικά με τον ορθό τρόπο. Η Κύπρος δεν μπορεί να θεωρηθεί κοινή πατρίδα για όλους τους πολίτες της όταν δεν υπάρχει κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Η Κύπρος είναι μια δίγλωσση χώρα με την έννοια ότι έχει δύο γλώσσες, ελληνικά και τούρκικα, όμως μόνο μια μικρή μειονότητα επικοινωνεί και στις δύο γλώσσες. Η δίγλωσση παιδεία στόχο έχει να καταστήσει ικανό το άτομο να γίνει δίγλωσσο. Ο απώτερος στόχος είναι η μόρφωση των παιδιών και στις δύο γλώσσες από το νηπιαγωγείο μέχρι και το πανεπιστήμιο με τη διδασκαλία των μαθημάτων και στις δύο γλώσσες - το προαναφερθέν βιβλίο μου περιέχει αναλυτικά τη διαδικασία εισαγωγής της δίγλωσσης παιδεία στα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο κοινοτήτων. Και πρέπει εδώ να τονίσουμε όσον αφορά τη δεύτερη γλώσσα ότι δεν είναι το ίδιο με απλή γλωσσολογική ευφράδεια αλλά την ικανότητα να αποκτάς πληροφορίες στη δεύτερη γλώσσα και να τη γνωρίζεις το ίδιο αποτελεσματικά όπως τη μητρική σου γλώσσα. Ας ελπίσουμε ότι η κατάσταση θα αλλάξει προς το καλύτερο στο εγγύς μέλλον για να μας επιτρέψει την εισαγωγή της δίγλωσσης παιδείας στα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο κοινοτήτων ούτως ώστε οι μελλοντικοί πολίτες αυτής της χώρας να μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά και να υπηρετούν τα συμφέροντα της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία μπορεί να ανθεί, να δώσει καρπό, και να διακριθεί.
Είμαστε πεπεισμένοι ότι το εργαλείο της γλωσσικής επικοινωνίας είναι μεγίστης σπουδαιότητας και δεν πρέπει να υποτιμηθεί με κανένα τρόπο. Βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι η εφαρμογή της δίγλωσσης παιδείας προϋποθέτει ανακατασκευή του εκπαιδευτικού μας συστήματος αλλά αξίζει, σίγουρα, τον κόπο. Χαιρόμαστε για τη δικαίωσή μας από τον καθηγητή Μπαμπινιώτη τον οποίο κανένας δεν κατηγόρησε για ανθέλληνα λόγω των απόψεών του περί της δίγλωσσης παιδείας. Ας ελπίσουμε ότι θα δούμε φως στην άκρη της σήραγγας για μια επανενωμένη Κύπρο μέσω της ΔΔΟ. Για ακόμα μια φορά θέτω αυτό το θέμα για θεώρηση επειδή είναι κρίμα να φτάσουμε σε λύση και να τα χαλάσουμε όλα στα της επικοινωνίας των δύο κοινοτήτων που μπορεί να μας φέρει σε τραγική θέση λόγω παρεξηγήσεων μεταξύ των απλών ανθρώπων με ανυπολόγιστες συνέπειες.
*πρώην επιθεωρητή και πρώτου λειτουργού Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού