Με τις ψήφους των κομμάτων ΔΗ.ΣΥ, ΔΗ.ΚΟ, ΕΛΑΜ και του Ανδρέα Θεμιστοκλέους, εγκρίθηκε η αύξηση της χορηγίας προς τα ποδοσφαιρικά σωματεία από τα έσοδα του στοιχήματος. Στη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου ακούστηκαν από πολλούς βουλευτές διάφορες ανοησίες προς υποστήριξη του μέτρου. Όμως εκείνο που προκάλεσε οργή και αγανάκτηση είναι το γεγονός ότι το υπό συζήτηση μέτρο ήταν εισήγηση της κυβέρνησης. Μιλούμε για νομοσχέδιο και όχι για πρόταση νόμου. Και μάλιστα εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών στη συζήτηση του νομοσχεδίου ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών ανέφερε ότι τα ποσά που θα αναλογούν στα σωματεία από την αύξηση της χορηγίας θα συμψηφίζονται με τις φορολογικές και άλλες οφειλές των σωματείων προς το Δημόσιο.
Οι οφειλές προς το Δημόσιο κατά κανόνα αφορούν εταιρείες και όχι αθλητικά σωματεία. Εταιρείες οι οποίες δαπανούν αλόγιστα τεράστια ποσά για να πληρώνουν τις αποζημιώσεις προς προπονητές που απολύουν με του ψύλλου πήδημα και για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων ποδοσφαιριστών, συχνά αμφιβόλου αξίας, καθώς και για πολλά άλλα περίεργα και παράδοξα που παρατηρούνται καθημερινά στον χώρο του ποδοσφαίρου. Εταιρείες που κατά κανόνα ανήκουν σε έναν μεγαλοεπιχειρηματία ο οποίος δεν είναι υπόλογος σε κανέναν. Την ώρα που η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής παρέχουν απλόχερα οικονομική στήριξη στους διευθυντές αυτών των εταιρειών, εκατοντάδες άλλοι διευθυντές εταιρειών σύρονται καθημερινά στα δικαστήρια και πολλοί συχνά φυλακίζονται για οφειλές των εταιρειών τους προς το Δημόσιο. Πολλοί άλλοι απλοί πολίτες τα φέρνουν βόλτα με μεγάλες δυσκολίες και δικαίως βλέπουν με μεγάλη απογοήτευση τη συμπεριφορά αυτή της κυβέρνησης και των βουλευτών που ενέκριναν τη διοχέτευση σημαντικών δημοσίων πόρων σε ένα καλάθι χωρίς πάτο. Προσπάθησα να ανιχνεύσω τι οδήγησε τον υπουργό Οικονομικών να συναινέσει στον καταρτισμό αυτού του νομοσχεδίου από το υπουργείο του.
Δεν βρήκα άλλη εξήγηση από τη λογική και τις πρακτικές των ασθενειών του κομματισμού και του κρατισμού. Συνολικά, ο κρατισμός, όπως εγώ χρησιμοποιώ τον όρο, δεν συνίσταται στο μέγεθος του κράτους με την έννοια του ποσοστού των κρατικών δαπανών στο ΑΕΠ, το οποίο δεν είναι στην Κύπρο υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, ούτε στον μεγάλο αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Αλλά συνίσταται στους ρόλους, στην ποιότητα και στην ποσότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, στη διαφθορά, στην έλλειψη αξιοκρατίας, παραγωγικότητας, αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας. Ουσιαστικά το κράτος αποτελεί έναν μεσολαβητή για τη μεταφορά δημόσιων οικονομικών πόρων προς ορισμένες ομάδες. Ομάδες που οι κυβερνώντες δεν τις βλέπουν ούτε τις αξιολογούν με κριτήριο την προσφορά τους προς την κοινωνική συνοχή και εθνική οικονομία αλλά με κριτήριο την προσφορά τους προς όφελος του κομματάρχη πολιτικού. Η κυβέρνηση με πιο απλά λόγια βλέπει τις ποδοσφαιρικές εταιρείες σαν πελάτες. Έτσι ένα σημαντικό μέρος των δημόσιων πόρων, αντί να κατευθυνθεί προς τις επενδύσεις και την ανάπτυξη του παραγωγικού ιστού της χώρας, κατασπαταλείται σε άσκοπες κρατικές δαπάνες προς ικανοποίηση των πελατών. Μέτρα σαν αυτό που συζητούμε συντηρούν και ενισχύουν ένα αρνητικό, αν όχι εχθρικό, κλίμα και μια ιδιαίτερα αρνητική κουλτούρα για την επιχειρηματικότητα στον τόπο μας σε σχέση με το πιο δημοφιλές άθλημα στον κόσμο.
Η έννοια του επιχειρηματία και της επιχειρηματικότητας στο ποδόσφαιρο, και όχι μόνο, διαστρεβλώθηκαν και κακοποιήθηκαν από τους πολιτικούς, από το κράτος, από τα ΜΜΕ και από τους πνευματικούς ανθρώπους, αλλά και από πολλούς ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων. Αντί να εκλαϊκευτεί και να διαδοθεί στην κοινωνία ότι επιχειρηματικότητα σημαίνει καινοτόμες πρωτοβουλίες, κοινωνική ευθύνη, ανάληψη ρίσκου για τη δημιουργία μέσω του ωραίου ποδοσφαίρου πλούτου και θέσεων εργασίας, ταυτίστηκε με την ιδιοκτησία, την «αρπαχτή», την εκμετάλλευση, τη διαπλοκή και τον τζόγο. Σε αυτό συνέβαλαν ασφαλώς και αρκετοί ιδιοκτήτες που, αντί να στηριχτούν στην επιχειρηματικότητα, στην αποδοτική χρήση των πόρων και στην αποτελεσματικότητα, έκαναν περιουσίες «αλλού» με το να χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο ως πηγή εσόδων από προμήθειες, μίζες και διαπλοκή με το κράτος. Αντί η κυβέρνηση να εξετάσει με προσοχή τι οδηγεί τις εταιρείες ποδοσφαίρου στον τόπο μας, στον οποίο τηρουμένων των αναλογιών, η προσέλευση φιλάθλων στους αγώνες είναι από τις πιο υψηλές στον κόσμο, να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στο Δημόσιο, καταφεύγει σε «συνταγές» που εξαντλούνται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και όχι στη θεραπεία της ασθένειας. Το κυπριακό ποδόσφαιρο σήμερα χαρακτηρίζεται από αλληλοτροφοδοτούμενα αρνητικά φαινόμενα, που δημιουργούν πολυάριθμους και αλληλεξαρτώμενους αρνητικούς κύκλους, των οποίων η δυναμική σε αρκετές περιπτώσεις έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Για παράδειγμα, η βία και ο χουλιγκανισμός απομακρύνουν τους φιλάθλους από τα γήπεδα. Αυτό μειώνει τα έσοδα των ομάδων κ.λπ. Αν και απλουστευμένα, τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι ικανές στρατηγικές διεξόδου είναι αυτές που μπορούν να μετατρέψουν τους αρνητικούς κύκλους σε θετικούς. Μια τέτοια αιτία, που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σχεδόν όλων των αρνητικών κύκλων, είναι η υφιστάμενη κυρίαρχη κουλτούρα στον χώρο του ποδοσφαίρου. Το υφιστάμενο σύστημα αξιών που κυριαρχεί στο κυπριακό ποδόσφαιρο αποτελεί σήμερα τη βασική αιτία της αδυναμίας των εταιρειών ποδοσφαίρου να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο. Το πρόβλημα είναι πολιτισμικό. Είναι η ίδια η κουλτούρα και το κλίμα που διαμορφώνει. Είναι η έλλειψη οραμάτων. Είναι ο «κύκλος των χαμένων αξιών». Όσες «ασπιρίνες» και να προσφέρουν η κυβέρνηση και το κομματικό σύστημα, δεν θα υπάρξει θεραπεία της ασθένειας. Ούτε η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός του κυπριακού ποδοσφαίρου είναι, όπως κάποιοι εισηγούνται, ζήτημα οργανισμού και αλλαγής ηγεσιών. Αυτά πιθανόν να είναι τα μέσα. Το ζητούμενο είναι η αλλαγή της κυρίαρχης κουλτούρας και η ανάπτυξη ενός συστήματος κοινά αποδεκτών αξιών. Με το υφιστάμενο σύστημα αξιών, καμία στρατηγική, καμία πολιτική και κανένα πρόγραμμα δεν θα αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Αν πρώτα από όλα δεν αλλάξει το σύστημα αξιών αυτό καθ’ εαυτό. Αυτά όμως, φαίνεται, είναι ψιλά γράμματα γι’ αυτούς που μας κυβερνούν. Ξέρουν μόνο να χορηγούν ασπιρίνες...