Αναμφίβολα η απόφαση της κυβέρνησης για εκσυγχρονισμό του συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι ορθή. Και άξιες επαίνου και στήριξης είναι οι προσπάθειες της υπουργού Παιδείας προς την κατεύθυνση αυτή. Οι έντονες αντιδράσεις της ΟΕΛΚΕΜ είναι αναμενόμενες, αφού ο συνδικαλισμός στον τόπο μας έχει βαρύτατες ευθύνες για την τριτοκοσμική μιζέρια που μας μαστίζει. Το μόνο που διαχρονικά τον ενδιαφέρει, είναι αποκλειστικά και μόνο τα στενά οικονομικά συμφέροντα των μελών του. Το σύστημα εκπαίδευσης της χώρας μας δεν έχει καμία σχέση με εκείνο της δεκαετίας του 1970 – και ποσοτικά και ποιοτικά. Οι υποδομές βρίσκονται σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα, ο λόγος διδασκόντων προς μαθητές είναι από τους καλύτερους του ΟΟΣΑ. Τα προγράμματα σπουδών είναι αρκετά σύγχρονα. Στα πανεπιστήμια έχουμε αρκετά προπτυχιακά τμήματα, παρά το μικρό μας μέγεθος, τα οποία δεν απέχουν από τα παγκόσμια καλύτερα. Άλλωστε, ακόμη και στις ΗΠΑ, μόνον ένα μικρό ποσοστό από τα περίπου 1.600 πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά. Το πρόβλημα της παιδείας στη χώρα μας δεν είναι προφανώς ποσοτικό, αλλά ποιοτικό. Ή, διαφορετικά, έχουμε περίσσευμα εκπαίδευσης και έλλειψη παιδείας. Πράγματι, αν αξιολογήσουμε ποσοτικά, στη χώρα μας οι συνολικοί πόροι που διατίθενται στην εκπαίδευση από το κράτος αλλά και από τις οικογένειες (για δίδακτρα φροντιστηρίων, ιδιωτικών σχολείων, ξένων γλωσσών κ.λπ.) είναι ιδιαίτερα σημαντικοί και, ως ποσοστό του ΑΕΠ, βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με τον μέσο όρο των κρατών της ΕΕ. Εκτός αυτού, το ποσοστό των παιδιών που συνεχίζουν μετά τη Μέση Εκπαίδευση στην Ανώτατη είναι από τα υψηλότερα των αναπτυγμένων χωρών του κόσμου. Βέβαια αυτό, όπως θα εξηγήσω πιο κάτω, δεν είναι καθόλου θετικό. Όμως, από αυτά τα δεδομένα, πράγματι προκύπτει ότι η χώρα μας, όχι μόνον δεν πάσχει από έλλειμμα αλλά έχει περίσσευμα εκπαίδευσης.
Συνεπώς, το ζήτημα είναι ποιοτικό, δηλαδή, θεωρώ ότι στον τόπο μας υπάρχει έλλειμμα παιδείας. Το έλλειμμα αυτό διαπερνά όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και ιδιαίτερα τη δευτεροβάθμια, και μπορεί να εντοπιστεί σε δύο τομείς. Πρώτον, το σύστημα εκπαίδευσης, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία 50 χρόνια, εστιάζει μονομερώς στη μετάδοση γνώσης, χωρίς ταυτόχρονα να αναπτύσσει αξίες και διανοητικές και ανθρώπινες ικανότητες – την υπαρξιακή, την κοινωνική, τη συναισθηματική και τη λογική νοημοσύνη των παιδιών – που είναι εξίσου ή και περισσότερο απαραίτητες από τις γνώσεις για να κάνουν σωστές επιλογές. Έχοντας την εμπειρία των παιδιών μου, των εγγονιών μου αλλά και πολλών παιδιών συγγενικών μου προσώπων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι σε καμία από τις βαθμίδες εκπαίδευσης τα παιδιά δεν αποκτούν τα αναγκαία εφόδια για να ασκήσουν τους κρίσιμους για την προσωπική αλλά και για την κοινωνική ευημερία ρόλους τους, όπως αυτοί του γονέα, του εργαζόμενου, του πολίτη, του επιχειρηματία, του συντρόφου. Ένα δεύτερο σημαντικό έλλειμμα που αφορά την ποιότητα της παιδείας έχει να κάνει με τις μεθόδους εκπαίδευσης που χρησιμοποιούνται, τις διδακτικές ικανότητες και τη διάθεση των διδασκόντων για εξαιρετικές επιδόσεις, καθώς και την οργάνωση και διοίκηση των σχολικών μονάδων. Οι μέθοδοι εκπαίδευσης που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι παραδοσιακοί, κυρίως η διάλεξη στην τάξη, ενώ οι εργαστηριακές και κυρίως οι βιωματικές μέθοδοι, η μελέτη πραγματικών καταστάσεων, τα ομαδικά παίγνια και οι ομαδικές εργασίες είναι ελάχιστα διαδεδομένες. Σε ό,τι αφορά το διδακτικό προσωπικό, η έλλειψη ουσιαστικής και συνεχούς αξιολόγησης, η παντελής έλλειψη σύνδεσης των αμοιβών και των προαγωγών με τις επιδόσεις στην τάξη, η απουσία κινήτρων, η έλλειψη συνεχούς επιμόρφωσης, το δημοσιοϋπαλληλικό κλίμα και κουλτούρα δεν εξασφαλίζουν την εργασιακή αφοσίωση, τη διάθεση και τις ικανότητες που απαιτεί η υψηλή ποιότητα της εκπαίδευσης. Σ’ αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι τα διευθυντικά στελέχη της εκπαίδευσης συνήθως δεν επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια, δεν διαθέτουν ουσιαστική εκπαίδευση στη διοίκηση και στην ηγεσία σχολικών μονάδων και, βεβαίως, εξαρτώνται αρκετά από τον κομματικό συνδικαλισμό. Ουσιαστικά παρατηρούμε ότι στην εκπαίδευση επικρατεί ο κρατισμός, ο κομματισμός, ο λαϊκισμός και η δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία.
Υπενθυμίζω στους συνδικαλιστές της ΟΕΛΜΕΚ, που επιτίθενται, ενίοτε και με κτυπήματα κάτω από τη μέση, στην υπουργό Παιδείας, ότι παλαιότερα στα ελληνόφωνα ιδιωτικά σχολεία πήγαιναν οι χειρότεροι μαθητές που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του δημόσιου σχολείου, ενώ σήμερα στα ιδιωτικά φοιτούν χιλιάδες μαθητές και όλες οι οικογένειες θα προτιμούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε αυτά, αν είχαν την οικονομική δυνατότητα. Επίσης, η ελληνική και κυπριακή πρωτοτυπία της βιομηχανίας των φροντιστηρίων, αυτό το καρκίνωμα, που κυριολεκτικά μαστίζει γονείς και παιδιά, δεν είναι άσχετο με την κατάσταση της Μέσης Εκπαίδευσης και του τρόπου εισαγωγής των αποφοίτων στην Ανώτατη. Στον τόπο μας υπάρχει ακόμα ένα τεράστιο κοινωνικό ζήτημα που συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο του «περισσεύματος εκπαίδευσης και του ελλείμματος παιδείας». Αυτό αφορά το κοινωνικό στερεότυπο σχετικά με την εργασία και το επάγγελμα. Ως κοινωνία, θεωρούμε βλακωδώς ότι η κοινωνική καταξίωση και η επαγγελματική αποκατάσταση εξασφαλίζονται μόνο με το πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης. Δεν εκτιμούμε έναν σωρό χρήσιμα για την κοινωνία, απαραίτητα για την οικονομία και επικερδή επαγγέλματα. Θεωρούμε πιο αξιοπρεπή και επιτυχημένο έναν δικηγόρο, έναν οικονομολόγο, έναν γεωπόνο ή έναν πτυχιούχο που εργάζεται στο Δημόσιο από ό,τι έναν επαγγελματία κτηνοτρόφο, έναν επιτυχημένο υδραυλικό, κηπουρό ή τεχνίτη. Αυτό το κοινωνικό στερεότυπο και τα στραβά που έθιξα πιο πάνω έχουν εν πολλοίς να κάνουν με τον τρόπο πρόσληψης και αξιολόγησης αυτών που διδάσκουν στα σχολεία, κυρίως της Μέσης Εκπαίδευσης. Οι μελλοντικές γενιές θα ευγνωμονούν την υπουργό Παιδείας και την κυβέρνηση, αν δεν κάνουν πίσω, και εφαρμόσουν μια σύγχρονη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.