Το 1874, ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος ο Α΄ έκανε μια κίνηση παρακινδυνευμένη. Κάλεσε έναν Μεσολογγίτη νέο πολιτικό, τον Χαρίλαο Τρικούπη, να σχηματίσει κυβέρνηση. Η κίνηση ήταν πρωτοφανής γιατί ο Τρικούπης δεν ήταν τότε ούτε βουλευτής.
Η σκέψη του Γεώργιου ήταν ότι τα παραδοσιακά κόμματα ήταν βουτηγμένα στη διαπλοκή και δεν ήταν σε θέση να κάνουν τις μεταρρυθμίσεις που χρειαζόταν η χώρα. Η Ελλάδα χρειαζόταν νέο αίμα σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού.
Από την άλλη, ο Γεώργιος φοβόταν τις αντιδράσεις για την επιλογή του, γι’ αυτό και κάλεσε τον καθηγητή Νικόλαο Σαρίπολο – τον μέχρι σήμερα θεωρούμενο ως πατέρα των ελλήνων συνταγματολόγων – για να τον ρωτήσει αν ήταν συνταγματικά καλυμμένος. Ο Σαρίπολος του απάντησε καταφατικά, αλλά συνέχισε συστήνοντας στον βασιλιά να μην ακούσει τον Τρικούπη για διάλυση της Βουλής και κήρυξη εκλογών.
Το σκεπτικό του ήταν ότι μόνο με συνέχιση της λειτουργίας αυτής της συγκεκριμένης σύνθεσης Βουλής, που τη θεωρούσε διεφθαρμένη, θα αποκαλυπτόταν όλο το εύρος της διαπλοκής, θα αναδεικνύονταν τα αδιέξοδα, και ο λαός θα στρεφόταν στον βασιλιά για σωτηρία.
Ο Γεώργιος δεν ακολούθησε τη συμβουλή του. Διέλυσε τη Βουλή, προκήρυξε εκλογές, αποδέχτηκε την πολύ σημαντική για την εξέλιξη της δημοκρατίας Αρχή της Δεδηλωμένης, και στη συνέχεια συνεργάστηκε αρμονικά με τον Τρικούπη στο μεταρρυθμιστικό του έργο. Το ίδιο θα κάνει αργότερα και με τον Βενιζέλο.
Ο Γεώργιος ήταν πάντα αντίθετος με τον εθνικιστικό λαϊκισμό, και προσπάθησε να αποτρέψει τον έλεγχο της πολιτικής από την «Εθνική Εταιρεία». Ανεπιτυχώς, γιατί αυτή πράγματι κατάφερε να οδηγήσει τη χώρα στον καταστροφικό πόλεμο του 1897, παρά την επιμονή του Γεώργιου ότι η Ελλάδα ήταν ανέτοιμη για πόλεμο με τους Οθωμανούς.
Γιατί όμως ο Γεώργιος δεν άκουσε τον Ν. Σαρίπολο; Αν τον άκουγε θα ήταν ίσως ο καλύτερος τρόπος να απαλλαγεί μια και καλή από τα παλαιά κόμματα, και η πολιτειακή λειτουργία της χώρας θα εξυγιαινόταν πιο γρήγορα.
Η οργή
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δεν άκουσε τη συμβουλή του Ν. Σαρίπολου γιατί ήξερε κάτι που οι πολιτικοί και οι πολιτικοί αναλυτές αγνοούσαν. Πολλοί αγνοούν ακόμη και έναν αιώνα μετά την εποχή του: Μέσα στον ψυχισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών υπάρχει πάντα μια ποσότητα οργής. Αυτή συχνά εκτονώνεται μέσα από συμβατικές εκφάνσεις της συλλογικής ζωής – ιδεολογικές ή θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, κομματικός φανατισμός, ρατσισμός, ή ακόμη και μέσα από το ποδόσφαιρο σήμερα.
Σε περιπτώσεις αδιεξόδου, όμως, όταν τα πράγματα δεν προχωρούν και όταν τα προβλήματα δεν λύνονται, παραμένει ένα σημαντικό περίσσευμα αυτής της οργής, το οποίο δεν εκτονώνεται με συμβατικά μέσα. Αυτό το περίσσευμα είναι τυφλό. Δεν υπακούει ούτε στη λογική, ούτε στις συνηθισμένες προσεγγίσεις. Κατά κανόνα, μάλιστα, αποζητά την προσωποποίηση. Και το πιο βολικό άτομο γι’ αυτή την προσωποποίηση τότε ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς.
Εξάλλου, πολύ σύντομα τα ίδια τα γεγονότα δικαίωσαν τη διαίσθησή του: Την ήττα στον πόλεμο του 1897 δεν την πλήρωσε ο εσμός των λαϊκιστών πολιτικών, αλλά ο ίδιος. Μάλιστα, παρ’ ολίγον να χάσει τον θρόνο του, παρά το γεγονός ότι ήταν συνειδητά αντίθετος με έναν πρόωρο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το ίδιο και με το Κίνημα στο Γουδί το 1909.
Η συνέχεια και η επανάσταση
Στην εξέλιξη των κοινωνιών και των συμπεριφορών υπάρχουν πράγματα που έχουν διάρκεια και συνεχίζονται, υπάρχουν και ασυνέχειες – πράγματα που αλλάζουν. Το περίσσευμα οργής και οι τρόποι εκτόνωσής τους ανήκει μάλλον στις διάρκειες/ συνέχειες.
Μάλιστα, μετά την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων (17ος – 20ός αιώνας), στη σύγχρονη εποχή η οργή των κοινωνιών τείνει να εκτονώνεται με τριών ειδών «μικρές» επαναστάσεις:
(α) Μέσα από κινητοποιήσεις, οι οποίες εκτείνονται οριζόντια μέσα στην κοινωνία και συνεπάγονται φυσική σύγκρουση με τις δυνάμεις ή τα σύμβολα αυτού που θεωρείται κατεστημένο («ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη», «αγανακτισμένοι», «ποδέμος», «κίτρινα γιλέκα» κ.λπ.).
(β) Μέσα από την απείθεια στις επιταγές της Πολιτείας, όσο αναγκαίες ή ορθολογικές κι αν είναι αυτές («εισβολή» στο Καπιτώλιο, φαινόμενα μαζικής παραβατικότητας ανάμεσα στους νέους, απείθεια στις οδηγίες του κράτους σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, κ.λπ.).
(γ) Μέσα από εκδικητικές επιλογές απέναντι σε αυτό που εκλαμβάνεται ως «το σύστημα», κυρίως κατά τη διάρκεια διεξαγωγής δημοσκοπήσεων και κατά τη διάρκεια εκλογών.
Αυτή η τρίτη μορφή εκδήλωσης του περισσεύματος επαναστατικότητας τείνει την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα να γίνει η πιο ισχυρή, η πιο συχνή. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Πρώτον, την εποχή της πληροφορίας και της τεχνολογίας το βάρος μεταφέρεται από τις συλλογικές συνεννοήσεις και αποφάσεις στις ατομικές επιλογές. Οι οποίες, μέσω π.χ. των ΜΚΔ, έχουν και επίφαση συλλογικότητας. Δεύτερο, είναι εφάπαξ και δεν συνεπάγονται προσωπικό κόστος σε φυσικές ή νομικές συνέπειες. Λέω ό,τι αντισυμβατικό θεωρώ ό,τι θέλω, ψηφίζω όποιον θέλω, δεν έχω κόστος. Τρίτο, μέσα από την εμπειρία οι δύο πρώτες επιλογές «επανάστασης» αποδείχτηκαν όχι μόνο κοστοβόρες σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και αναποτελεσματικές μακροπρόθεσμα. Καμιά ουσιαστική αλλαγή δεν έγινε με τα κινήματα στους δρόμους, τύπου «αγανακτισμένοι», καμιά εξουσία δεν έπαθε κάτι με τη νεανική παραβατικότητα ή με την απείθεια των κατοίκων της Βαρκελώνης στις οδηγίες των Αρχών.
Το θολό μέλλον
Περνούμε μια φάση όπου έχει εμπεδωθεί για τα καλά στις περισσότερες κοινωνίες (ανεπτυγμένες ή και λιγότερο ανεπτυγμένες) ότι:
1. Οι μεγάλες επαναστάσεις έχουν παρέλθει. Κυρίως από το 1990 και μετά, η Αριστερά δεν μπορεί πια να συμπεριφέρεται ως φορέας επανάστασης και επαναστατικών αλλαγών. Συχνά μάλιστα ο λόγος και οι προτάσεις της σε όλες σχεδόν τις χώρες έχουν περισσότερο συμβολικά αριστερό χαρακτήρα, είναι ανέφικτα κοστοβόρες, και δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν. Το κυριότερο, δεν εκλαμβάνονται πλέον ως επαναστατικές.
2. Το σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών πολιτικών φορέων αδυνατεί να βρει λύσεις διαρκείας για υλικά προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών. Κατά κανόνα οι λύσεις είναι του τύπου «πολύ λίγο, πολύ αργά».
3. Αυτό ή αυτός που υπόσχεται καθαρές και αποφασιστικές λύσεις, ακόμη κι αν είναι παράλογες ή απάνθρωπες, τείνει να γίνεται προτιμότερος από ένα συμβατικό πρόσωπο ή φορέα, από αυτούς που έχουν ήδη αποδείξει ότι Δεν λύνουν επαρκώς τα προβλήματα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στο σήμερα και στο μέλλον θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε είδους «παραλογισμό» στις επιλογές των πολιτών, σχεδόν ανεξάρτητα από τον βαθμό ωρίμανσης της δημοκρατίας σε μια χώρα. Το κατάλοιπο επαναστατικότητας στον ψυχισμό των πολιτών και των κοινωνιών θα σπρώχνει όλο και περισσότερο σε επιλογές τύπου Τραμπ, Νετανιάχου, Πούτιν, Όρμπαν, Μελόνι, Βίλντερς, Λεπέν.
Η «καθαρότητα» στις απόψεις, η αίσθηση ότι το απόλυτο και απλό στα λόγια έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει καθαρή και αποτελεσματική πράξη, είναι η μεγάλη πρόκληση του σήμερα και του αύριο. Το κατάλοιπο επαναστατικότητας έχει απογαλακτιστεί πια από την παραδοσιακή αντίληψη για το τι είναι επανάσταση, τι είναι αλλαγή, τι είναι καινούργιο.
Η Κύπρος, η πατρίδα τοΎ «ναι μεν αλλά», δεν πρόκειται να ξεφύγει. Ίσα-ίσα που είναι πιο ευεπίφορη ακριβώς γι’ αυτό. Μόνο αν τα πολιτικά κόμματα και η εκτελεστική εξουσία βρουν τους τρόπους για λύσεις ουσίας και διαρκείας στα μεγάλα και «μικρά» προβλήματα θα μπορέσουν να ανασχέσουν – έστω προσωρινά – τη νέα μορφή επανάστασης (εντός ή εκτός εισαγωγικών)· με κάθε ενδεχόμενο ανοιχτό, όσο παράλογο κι αν φαίνεται τώρα.
ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ

• …με τα «η ώρα της πληρωμής» (1): Στην πολιτική, οι δυνατότητες ελιγμών είναι μεγάλες, αλλά ποτέ δεν είναι ανεξάντλητες. Ο Ν. Χριστοδουλίδης έκανε πολλούς ελιγμούς πριν και μετά την εκλογή του. Τώρα, ήρθε η «ώρα της πληρωμής». Ακόμη και ο Ν. Αναστασιάδης, στον οποίο οφείλει πολλά, είναι σφόδρα ενοχλημένος με την αποστασιοποίηση από τη δεκαετή διακυβέρνηση. Το δείχνει. Και θα το δείξει ακόμη πιο έντονα προσεχώς…
• …με τα «η ώρα της πληρωμής» (2): Στην κυβέρνηση φαίνεται να μην έχουν συνειδητοποιήσει πως τα πράγματα έχουν αλλάξει στον τρόπο που η κοινωνία βλέπει και ερμηνεύει τις καταστάσεις. Και επιμένουν στο μοντέλο «εξαγγέλλω δέκα φορές το ίδιο πράγμα» για να δίνω την εντύπωση της κινητικότητας, και στην τακτική «γυρνώ όλη μέρα τα κανάλια».
• …με τα «η ώρα της πληρωμής» (3): Θα χρειαστούν τόνοι από σύνεση στον τρόπο διαχείρισης των νέων συνθηκών στην περιοχή και των αλλαγών που η νέα θητεία Τραμπ θα συνεπάγεται. Τα «μιλώ με συμβούλους του Τραμπ» και «έχουμε επαφές και συνεννοήσεις» είναι αποτελεσματικά μπροστά στο γυαλί – αν είναι. Δεν συνεπάγονται όμως ουσία. Ούτε οι πανηγυρισμοί για το «αντιτουρκικό» Υπουργικό Συμβούλιο του Τραμπ.