*Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Φωτογραφία του Cine Κώστας Φαρμάκας από την ομάδα Yesteryears of Nicosia στο facebook
Όπως και σε προηγούμενη έκδοση, η Belgin Demirel μιλάει με τον πατέρα της, Ahmet Demirel, που ήταν δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας και συνεχίζει να συλλέγει τις αναμνήσεις του. Ο Ahmet Demirel κατά τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 1963 ήταν δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας και στη συνέχεια, μετά το 1963, συνέχισε να εργάζεται στη δομή των φυλακών και στην Αστυνομία της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Σήμερα θα ήθελα να μοιραστώ αυτά που έγραψε η κόρη του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, Belgin Demirel, για όσα έζησε ο πατέρας της το 1965. Με τίτλο «Απομνημονεύματα ενός δεσμοφύλακα», μοιράστηκε αυτούσια τα λόγια του πατέρα της.
Στις φυλακές
Το 1965 εμφανίστηκε ένα σπυρί στο κεφάλι μου και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλο το κεφάλι μου. Εκείνες τις μέρες ήμασταν ανάμεσα στις «φασαρίες» («προβλήματα») και δεν υπήρχε δερματολόγος στο τουρκοκυπριακό νοσοκομείο. Τέτοιοι ειδικοί ερχόντουσαν από την Τουρκία με τη βοήθεια της Ερυθράς Ημισελήνου. Ερχόντουσαν σε συγκεκριμένες περιόδους και ένας από αυτούς τους ειδικούς, αφού με εξέτασε, είπε: «Αυτή είναι η αρχή του καρκίνου». Έπρεπε να πάω στην Τουρκία για θεραπεία. Μέχρι εκείνη την μέρα, κανένας ένστολος δεν είχε βγει από το καντόνι της Λευκωσίας, το οποίο θα μπορούσα να αποκαλέσω «ανοικτή φυλακή». Ήμουν ο πρώτος που βγήκα.
Λόγω των διακοινοτικών ταραχών του 1963, εκείνες τις μέρες, μόνο λίγοι ηλικιωμένοι δεσμοφύλακες υπηρετούσαν στις φυλακές. Εμάς τους νεότερους ένστολους. μας είχαν μεταφέρει στην Αστυνομία και είχαμε αρχίσει να υπηρετούμε ως στρατιώτες (Mucahit). Υπηρετούσαμε ως στρατιώτες κάπου γύρω από την Aspava στη Λευκωσία. Εγώ ήμουν στη διμοιρία του Mehmet Ali Tremesheli. Ο Tremesheli έπρεπε να μου δώσει άδεια για να μπορέσω να περάσω από τα σύνορα. Εκείνες τις μέρες επικεφαλής των τουρκοκυπριακών φυλακών ήταν ο λοχαγός Kamil και βοηθός του ήταν ο Redjep Efendi. Με την ευγενική τους βοήθεια, πήρα την άδεια από τη διμοιρία μου για να μπορέσω να περάσω από τα σύνορα».
Ανάκριση στο αεροδρόμιο
«Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας με την εξυπηρέτηση που παρείχε το αεροδρόμιο. Ένας αξιωματούχος των Ηνωμένων Εθνών μας ακολουθούσε με το όχημά του. Είχα κάνει όλες τις διαδικασίες αναχώρησης χωρίς κανένα πρόβλημα και άρχισα να περιμένω το αεροπλάνο μου. Ο στρατιώτης της ΟΥΝΦΙΚΥΠ με συνόδευε για την ασφάλειά μου και έβαλε το καπέλο του στο τραπέζι και έφυγε. Ακριβώς απέναντί μου καθόταν ένας τύπος από την ΕΟΚΑ που είχε εκτίσει την ποινή του στη φυλακή και είχε αφεθεί ελεύθερος. Με είδε. Πήγε στον υπεύθυνο για τον έλεγχο διαβατηρίων και κάτι είπε. Ο υπεύθυνος για τον έλεγχο διαβατηρίων με πλησίασε. Μου είπε: «Τι συμβαίνει, δεν μπορούμε να διαβάσουμε τη διεύθυνσή σας. Είναι η οδός Bardacik; Τι είναι;», είπε. Του είπα: «Ναι, η οδός μου ονομάζεται οδός Bardacik.».
Μου είπε: «Τι κάνετε; Ποια είναι η δουλειά σας;»
Είπα, «είμαι δεσμοφύλακας.».
«Εντάξει» είπε, «περιμένετε.».
Τηλεφώνησαν στις Κεντρικές Φυλακές. Νομίζω ότι ζήτησαν πληροφορίες για μένα. Μετά με πήραν σε ένα δωμάτιο. Στο δωμάτιο υπήρχαν δύο αξιωματικοί. Ο ένας από αυτούς είχε δύο αστέρια και ήταν ο Σάββας Χατζηδημητρίου τον οποίο γνωρίζω από παλιά. Ήταν ένας πολύ γενναίος άνθρωπος της ΕΟΚΑ. Όταν τον είδα, ένιωσα ανακούφιση. Οι δύο αξιωματικοί άρχισαν να με ανακρίνουν. «Τι είχα; Γιατί πήγαινα στο εξωτερικό;
Ακύρωση απευθείας πτήσης
«Εκείνες τις μέρες υπήρχε ακόμα μια επίσημη τηλεφωνική γραμμή που εξυπηρετούσε την επικοινωνία μεταξύ των Αστυνομιών των δύο κοινοτήτων. Ο γαμπρός μου Madjit Yeshilada, που ήταν αστυνομικός, τηλεφώνησε σε έναν Ελληνοκύπριο λοχία της Αστυνομίας που ήταν υπεύθυνος για το αεροδρόμιο και ρώτησε για την κατάστασή μου, αν αναχώρησα χωρίς προβλήματα. Και αυτός ο λοχίας ήρθε στο δωμάτιο όπου βρισκόμασταν. Με ρωτούσαν γιατί δεν θα πήγαινα στην Αγγλία για θεραπεία και αντ’ αυτού είχα επιλέξει την Τουρκία για τη θεραπεία μου. Είπα: «Έχω έναν κουνιάδο στην Άγκυρα και θα με βοηθήσει. Δεν ξέρω κανέναν στην Αγγλία και χρειάζομαι κάποιον να με βοηθήσει κατά τη διάρκεια της θεραπείας μου.
Ο Σάββας είπε: «Είμαστε υπεύθυνοι για σένα». Είπε ότι είναι υπεύθυνος για το σύστημα πρόνοιας. Είπε: «Εντάξει. Αν δεν μπορείς να θεραπευτείς στην Τουρκία, θα πας στην πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Άγκυρα, η πρεσβεία θα επικοινωνήσει μαζί μας και θα σε στείλουμε στην Αγγλία. Είσαι δημόσιος υπάλληλός μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να φροντίσουμε για την υγεία σου».
Συνειδητοποίησα ότι ο λοχίας τον οποίο είχε καλέσει ο γαμπρός μου μιλούσε υπέρ των όσων έλεγα. Στο τέλος είπε: «Έλα, ήρθε η ώρα, φεύγει το αεροπλάνο», και με πήρε στο αεροπλάνο. Πετάξαμε απευθείας για την Άγκυρα με τις Κυπριακές Αερογραμμές. Νοσηλεύτηκα για ένα μήνα στο Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Όταν επρόκειτο να επιστρέψω στην Κύπρο τον Δεκέμβριο, έμαθα ότι ακυρώθηκαν οι απευθείας πτήσεις των Κυπριακών Αερογραμμών προς την Κύπρο. Μας έδωσαν δύο επιλογές: Είτε θα πετούσαμε από την Άγκυρα στην Αθήνα και μετά από οκτώ ώρες αναμονής θα ερχόμασταν στην Κύπρο, είτε θα πετούσαμε από την Άγκυρα στη Βηρυτό και μετά από 24 ώρες αναμονής θα επιστρέφαμε στην Κύπρο. Επέλεξα τη Βηρυτό. Πετάξαμε πάνω από την Κύπρο και πήγαμε στη Βηρυτό».
Επιστροφή στη Λευκωσία
«Κατά την επιστροφή μου, στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, άνοιξαν τη βαλίτσα μου και άρχισαν να ψάχνουν τα πράγματά μου. Εκείνα τα χρόνια πολλά πράγματα θεωρούνταν «στρατηγικό υλικό» και μεταξύ αυτών ήταν το μαλλί και τα μάλλινα πράγματα και σε τέτοια πράγματα απαγορευόταν η είσοδος στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Στη βαλίτσα μου υπήρχαν μάλλινες κάλτσες που είχα από τις μέρες που υπηρετούσα ως δεσμοφύλακας. Ο Ελληνοκύπριος αξιωματούχος στο αεροδρόμιο έβγαλε τις κάλτσες από τη βαλίτσα μου και ήθελε να τις πάρει. Μου είπε: «Αυτές είναι απαγορευμένες». Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ξανά ο Σάββας. Ήρθε κοντά μας. Είπε στον υπάλληλο του αεροδρομίου: «Τι κάνεις; Είναι δεσμοφύλακας. Του δώσαμε αυτές τις κάλτσες. Έλα τώρα, εσύ!» και τον μάλωσε. Δεν επέτρεψε στον υπάλληλο να πάρει τις μάλλινες κάλτσες μου.
Αφού βγήκα από το αεροδρόμιο, αισθάνθηκα αβοήθητος γιατί δεν ήξερα πώς θα γυρνούσα στο σπίτι μου. Δεν υπήρχαν ταξί ή αυτοκίνητα τριγύρω. Την τελευταία στιγμή είδα κάποιον Τούρκο τον οποίο γνώριζα εξ όψεως. Είπε ότι ήταν ο σοφέρ της τουρκικής πρεσβείας. Ένας αξιωματούχος της τουρκικής πρεσβείας είχε έρθει από το εξωτερικό και θα τον πήγαινε στη Λευκωσία. Ο σοφέρ εξήγησε στον αξιωματούχο της πρεσβείας την κατάσταση. Ο αξιωματούχος της πρεσβείας είπε: «Φυσικά και μπορείτε να έρθετε μαζί μας, κανένα πρόβλημα.».
Το αυτοκίνητο στο οποίο μπήκαμε ήταν το ίδιο με το δικό μου, ήταν μια Simca. Καθ' οδόν προς τη Λευκωσία, στην περιοχή που ήταν η ελληνοκυπριακή πλευρά, στην Έγκωμη (αυτό που λέμε Incirli), έσκασε ένα από τα λάστιχα του αυτοκινήτου. Ο σοφέρ είπε: «Δεν ξέρω αυτό το αυτοκίνητο, δεν είναι αυτοκίνητο που οδηγώ τακτικά.». Εγώ είπα: «Έχω το ίδιο αυτοκίνητο, το ξέρω αυτό το αυτοκίνητο, μπορώ να αλλάξω το λάστιχο.». Όταν άλλαξα το λάστιχο του αυτοκινήτου, ο αξιωματούχος της πρεσβείας είπε: «Σας ευχαριστούμε πολύ, ο Θεός σας έστειλε σε μας.». Και μετά είπε στον σοφέρ: «Θέλω να πάρω αυτόν τον άνθρωπο όπου θέλει να πάει.». Ο κουνιάδος μου ο Madjit ζούσε στη Λευκωσία. Με πήραν στο σπίτι του.
Αν δεν είχα πάει για θεραπεία στην Τουρκία και είχα πάει στην Αγγλία με τη βοήθεια της κυπριακής πρεσβείας στην Άγκυρα, κατά την επιστροφή μου στην Κύπρο, θα με έβαζαν να μιλήσω για τους προπαγανδιστικούς τους σκοπούς. Υπήρχαν τέτοια παραδείγματα. Θα ηχογραφούσαν αυτά που θα έλεγα και θα τα δημοσιοποιούσαν στο ΡΙΚ.».



Sevgul Uludag
Τηλ: 99 966518