Ο προϋπολογισμός ενός κράτους είναι, μαζί με τη διαχείριση εθνικών κρίσεων και ζητημάτων άμυνας και ασφάλειας, ο σημαντικότερος δείκτης της δυνατότητας και της ικανότητας μιας κυβέρνησης να διαχειρίζεται το κράτος που τάχθηκε να υπηρετήσει. Είναι, με άλλα λόγια, ο καθρέφτης της κυβέρνησης που αντανακλά ακριβώς το έργο που δεσμεύεται πραγματικά να φέρει εις πέρας, ό,τι και αν λέει στις εξαγγελίες και δηλώσεις της, όποια εικόνα και αν προσπαθεί να εκπέμψει. Είναι το εργαλείο με το οποίο θα εφαρμόσει τη στρατηγική στόχευσή της, και ως τέτοιο αποκαλύπτει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, την απόσταση μεταξύ ευχών, λόγων και πράξεων, αφού αν κάτι δεν «προϋπολογιστεί», δηλαδή δεν συμπεριληφθεί ως δαπάνη ή ως είσπραξη, τότε απλώς αποτελεί κουβέντα του «αέρα» και τόση αξία έχει σε πρακτικό επίπεδο.
Είναι, γι' αυτό, άλλωστε, που η διαδικασία κατάρτισης και έγκρισης του προϋπολογισμού αποτελεί κορυφαία πολιτική και όχι τακτική λογιστική πράξη και ως τέτοια αντιμετωπίζεται από τα σοβαρά κόμματα και τους σοβαρούς πολιτικούς, αλλά και τους σοβαρούς τεχνοκράτες της κρατικής μηχανής. Και ως τέτοια χρειάζεται να αντιμετωπίζεται και από τα ΜΜΕ και την κοινωνία των ειδικών, που πρέπει να μπαίνουν στο «ψητό» της κάθε πρόνοιας του προϋπολογισμού, να την ελέγχουν, να την αξιολογούν, να την αποκαλύπτουν στη δημοσιότητα και να την αντιπαραβάλουν με τις όποιες πολιτικές εξαγγελίες, και τα όποια γενικά και ειδικά πολιτικά και ιδιωτικά συμφέροντα, πολιτικές δεσμεύσεις και υποσχέσεις ώστε να διαχωρίζονται και να προβάλλονται οι πραγματικές προθέσεις από τις πλασματικές.
Πέραν όμως των όσων ακολουθούνται και εφαρμόζονται ήδη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των διαδικαστικών βελτιώσεων ως αποτέλεσμα της συμμετοχής μας στην ΕΕ και στο ευρώ, που επενεργούν ως πυξίδα και πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής, η κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού επιδέχεται βελτιώσεων.
Για παράδειγμα, ενώ προβλέπεται και εφαρμόζεται η πολιτική των συμπληρωματικών προϋπολογισμών, η συχνότητα και το εύρος τους αποκαλύπτει τον βαθμό της απρονοησίας της κυβέρνησης, της πολιτείας και των κομμάτων, που με τη σειρά του (ο βαθμός απρονοησίας) καταδεικνύει και το πραγματικό της ύφος και αξιακό πλαίσιο. Αν δηλαδή, πέραν των οικονομικών δεδομένων, μπορούσε η κυβέρνηση, και γενικά το πολιτικό προσωπικό, να προβλέψει ότι η τάδε και η δείνα δαπάνη θα ήταν αναγκαία κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά απέφυγε να τη συμπεριλάβει εξαρχής για λόγους ξένους προς την πραγματική οικονομική δυνατότητα του κράτους.
Που με τη σειρά της, η ικανότητα να προβλεφθεί μια ανάγκη ή μια προσεχής δυνατότητα καταδεικνύουν τον βαθμό της ρευστότητας του οικονομικού τοπίου τη δεδομένη χρονική στιγμή. Πράγμα που είναι εξίσου προβληματικό και αρνητικό με την απρονοησία ή την ηθελημένη αποφυγή, για μικροπολιτικούς λόγους, συμπερίληψης μιας δαπάνης ή μιας είσπραξης, για να το θέσουμε όσο πιο απλά και κομψά γίνεται και χωρίς διάθεση κριτικής.
Καταλήγοντας, η κατάρτιση του προϋπολογισμού αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία απόδειξης της πραγματικής δυνατότητας ενός τόπου να διακυβερνηθεί όσο καλύτερα μπορεί στη βάση των όσων του επιβάλλουν οι πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας και οι ικανότητες της κρατικής και πολιτικής μηχανής του. Επιπλέον, και ακόμα πιο σημαντικό από το μέγεθος του περιβόητου «κορβανά», η ίδια η διαχείριση του προϋπολογισμού σε ένα κράτος καταδεικνύει την αξιακή του βάση και αυτό λέει πολύ περισσότερα από ό,τι μπορεί να ισχυριστεί ο καθένας πολιτικός και τεχνοκράτης…