Το νομοσχέδιο που οδηγήθηκε την περασμένη βδομάδα στη Βουλή και προνοεί την ποινικοποίηση της διάδοσης ψευδών ειδήσεων και «αναρτήσεων/μηνυμάτων στο διαδίκτυο που είναι κατάφωρα προσβλητικά ή και υβριστικού ή και απειλητικού χαρακτήρα», και τα όσα ακολούθησαν, επιβεβαίωσαν γιατί το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί μια συζήτηση που δεν κλείνει ποτέ. Πως ούτε δεδομένα είναι, ούτε και όλοι τα αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Και ότι -παρά τις αντιδράσεις- το πολιτικό σύστημα πάντοτε θα επιδιώκει τη λιγότερη κριτική και τον λιγότερο έλεγχο.
Ο Νίκος Τορναρίτης υπεραμύνθηκε της νομοθεσίας η οποία, όπως υπέδειξε, γίνεται για να προστατεύσει τους αδύναμους και ανήλικους συμπολίτες μας «που δέχονται απειλές και υβριστικά μηνύματα». Και παρουσιάστηκε καθησυχαστικός ως προς τις ανησυχίες που εξέφρασε ο δημοσιογραφικός κόσμος, διαβεβαιώνοντας ότι θα κατατεθεί «ένα άρτιο κείμενο που δεν θα αφήνει ουδεμία υπόνοια για παρεμπόδιση της άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, αλλά παράλληλα θα εμπεριέχει τις ασφαλιστικές δικλίδες για προστασία των πολιτών, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος έκφρασης όλων ανεξαιρέτως». Πρόβαλε μάλιστα επανειλημμένα τη θέση ότι δρομολογήθηκε προσπάθεια ώστε να γίνει ρύθμιση με στόχο να εξαιρεθούν οι δημοσιογράφοι και να μην πληγεί η ελευθεροτυπία. Ενώ το ίδιο έκανε και η Αννίτα Δημητρίου, διερωτώμενη αν το να βρίζει κάποιος «είναι ελευθερία της έκφρασης» και αν «θα πρέπει να συνεχίσουμε να ανεχόμαστε άτομα που κρύβονται πίσω από ψεύτικα προφίλ και ασκούν μπούλινγκ»; Για να υποδείξει πως «η δημοκρατία δεν σημαίνει κανιβαλισμό».
Πρόκειται για επιχειρήματα που στέκουν στη βάσανο της λογικής, που την ίδια όμως στιγμή δημιουργούν και τεράστια ανησυχία ως προς το πού μπορούν να οδηγήσουν, κυρίως με τον τρόπο που προωθούνται οι συγκεκριμένες αλλαγές. Αφού είναι ξεκάθαρο ότι οι υποκειμενικές ερμηνείες που περιλαμβάνονται δημιουργούν τις προϋποθέσεις για περιορισμένη ελευθερία και συρρίκνωση του ελέγχου όλων των μορφών εξουσίας. Όροι όπως «πρόκληση ενόχλησης», «άσκοπη ανησυχία», ή το «προσβλητικό περιεχόμενο», είναι εξαιρετικά αόριστοι και εν δυνάμει καταχρηστικοί. Πώς θα αποφασίζεται π.χ. από τη στιγμή που δημιουργείται ανησυχία, αν η ανησυχία αυτή είναι άσκοπη; Από τη στιγμή που κάτι προκαλεί ενόχληση, αυτό μπορεί να είναι αρκετό για να διώκεται αυτός που θα την προκαλεί; Δεν αντιλαμβάνονται όλοι το «προσβλητικό περιεχόμενο» με τον ίδιο τρόπο. Άρα εδώ ανοίγει ένα παράθυρο το οποίο πραγματικά μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της έκφρασης. Πώς θα είναι ανεμπόδιστη, όταν συνεχώς θα τελεί υπό την αίρεση την υποκειμενικής αντίληψης ατόμων τα οποία μάλιστα μπορεί και να επηρεάζονται προσωπικά;
Και πώς θα διασφαλίζουμε ότι τέτοιο όροι δεν θα υιοθετούνται καταχρηστικά; Ότι οι όποιες ενέργειες θα λαμβάνουν υπόψη την αναλογικότητα; Πριν 3 χρόνια η Αστυνομία μπούκαρε στο σπίτι πολίτη επειδή η τότε υπουργός ενοχλήθηκε από post ανώνυμου account που σχολίαζε το ντύσιμο του πατέρα της. Ένας άλλος σύρθηκε στον αστυνομικό σταθμό επειδή χαρακτήρισε άχρηστο τον Αρχηγό Αστυνομίας και αφέθηκε ελεύθερος με παρέμβαση του κόμματός του όταν επικαλέστηκε την κομματική του ταυτότητα. Ποιος μπορεί, με τρόπο πειστικό, να επιχειρηματολογήσει ότι ο νέος νόμος δεν θα τύχει εκμετάλλευσης ή εργαλείο εκφοβισμού από τους έχοντες την εξουσία ώστε να περιορίσουν την κριτική; Ακόμα, όμως, κι αν κάποιος δεχθεί ότι δεν υπάρχει πρόθεση από μέρους του σημερινού πολιτικού συστήματος να εκμεταλλευτεί τον νόμο ή ότι οι θεσμοί θα λειτουργήσουν με μέτρο, τι θα γίνει εφόσον στο μέλλον εκλεγεί π.χ. ένας Τραμπ ή ένας Όρμπαν; (και αντίστοιχοι υπάρχουν ήδη στο πολιτικό μας σύστημα). Ή αν στη θέση της σημερινής προβληματικής και επιλεκτικά ευαίσθητης Γενικής Εισαγγελίας βρεθεί μια ακόμα πιο προβληματική ή ευαίσθητη στην κριτική Γενική Εισαγγελία; Ένας «άχρηστος» Αρχηγός αποτελεί επαρκή χαρακτηρισμό για δίωξη; Ένας «ανίκανος» Γενικός Εισαγγελέας; Αν η απάντηση είναι «ναι» αυτό δεν θα έπρεπε να είναι αρκετό ώστε να προβληματιστούμε για το πού μπορεί να οδηγηθούμε; Αν είναι «όχι» πόσο δεσμευτική είναι για το μέλλον;
«Στόχος του νομοσχεδίου για την ποινικοποίηση ψευδών ειδήσεων είναι να προστατέψει τους αδύναμους και ανήλικους», είπε ο Νίκος Τορναρίτης. Ακόμα κι αν αυτό ισχύει όμως, μπορεί να εγγυηθεί πως δεν θα τύχει εκμετάλλευσης και από τους όχι και τόσο αδύναμους πολιτικούς ή θεσμούς που εμφανίζονται ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην κριτική; Ότι με τον ίδιο τρόπο που θα τύχει διαχείρισης το μπούλινγκ σ’ έναν πολίτη, δεν θα τύχουν διαχείρισης και άτομα που ενοχλούν αξιωματούχους; Ούτε βέβαια είναι αρκετό με διάφορες ρυθμίσεις, όπως λέχθηκε, να διασφαλιστεί η ελευθεροτυπία. Δεν είναι μόνο οι δημοσιογράφοι ή τα ΜΜΕ που έχουν δικαίωμα στην κριτική και την ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να αφορά και τον κάθε πολίτη.
Δικαιολογημένα ενοχλείται η Αννίτα Δημητρίου από την ύπαρξη ανώνυμων accounts. Ποια είναι όμως η εναλλακτική; Να οδηγηθούμε σε φαινόμενα όπως το 2020 όπου η Αστυνομία θα μπουκάρει χαράματα σε σπίτια πολιτών για να πάρει υπολογιστές ή να προχωρήσουμε, όπως πρότεινε ο Νίκος Τορναρίτης, «σε αναθεώρηση του Συντάγματος» ώστε να μπλοκάρουμε (όπως κάνουν δικτατορίες) πλατφόρμες που θα αρνούνται με τη μεγαλύτερη ευκολία να δώσουν στοιχεία λογαριασμών ώστε όποτε βολεύεται ή επιθυμεί η πολιτεία να προχωρεί σε διώξεις ή εκφοβισμό; Μπορεί η απάντηση στην ενόχληση ή την απρέπεια να είναι ο έμμεσος περιορισμός της κριτικής; Κυρίως όταν αφορά πολιτικά πρόσωπα; Και πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθούμε ότι στο τέλος της ημέρας υπό τον εκφοβισμό θα εξαφανιστούν τα ανώνυμα προφίλ πολιτών και θα παραμείνουν αυτά που πρόσκεινται στους πολιτικούς;
Προφανώς και υπάρχει ζήτημα και με τα fake news και με τα fake accounts. Αυτό όμως που οφείλουμε να δούμε είναι και τι προβλήματα μπορεί να προκύψουν από την αλόγιστη προσπάθεια περιορισμού τους. Είναι φοβερά επικίνδυνο όταν με τη μεγαλύτερη ευκολία μπαίνουν περιορισμοί οι οποίοι ανοίγουν παράθυρα για περαιτέρω περιορισμούς. Τέτοιοι περιορισμοί δεν μπορεί να υιοθετούνται επειδή δεν μπορεί κάποιοι να βρίζουν όπως είπε η Αννίτα, αλλά μόνο όταν αφορούν απόλυτα σοβαρά ζητήματα που έχουν να κάνουν π.χ. με τον κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή. Ακόμα και τότε πρέπει να γίνονται πολύ περιορισμένα επειδή δημιουργούνται προϋποθέσεις καταχρηστικής εκμετάλλευσής τους από την εξουσία. Το γεγονός π.χ. ότι θα πρέπει να προστατευτεί ένα παιδί από μπούλινγκ, δεν σημαίνει ότι με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να προστατευτεί και ο πολιτικός. Χρειάζεται αναλογικότητα. Σπάνια, άλλωστε, τέτοιες νομοθεσίες και τέτοιος περιορισμός ελευθεριών προστατεύουν τους αδύνατους στο όνομα των οποίων περνούν.
Το υπό προώθηση νομοσχέδιο στην ουσία δεν ποινικοποιεί τα fake news. Ποινικοποιεί τη δυσφήμιση (μετατρέποντάς τη σε ποινικό αδίκημα) και σχόλια που είναι ενοχλητικά, και ως τέτοιο περιορίζει εκ των πραγμάτων την κριτική. Την ίδια στιγμή, οδηγεί σε περιορισμό πρόσβασης στην ελεύθερη πληροφόρηση. Καλώς ή κακώς τα ΜΚΔ αποτελούν θεσμικά αντίβαρα σήμερα, επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γίνει μια αναφορά για κάτι που μπορεί να μην είναι τεκμηριωμένο. Π.χ. δεν υπήρχε περίπτωση να ξανάνοιγε η υπόθεση με το ατύχημα το 2013 από ένα παραδοσιακό ΜΜΕ. Επιπλέον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν φορέα μιας πιο έντονης κριτικής προς την εξουσία την οποία τα παραδοσιακά ΜΜΕ διαχρονικά δείχνουν απρόθυμα να κάνουν. Σ’ ένα περιβάλλον που με τη μεγαλύτερη ευκολία θεσμοί κατατάσσουν έγγραφα που αποκαλύπτουν κακοδιαχείριση και σκάνδαλα ως απόρρητα, διώκουν δημοσιογράφους που προχωρούν σε αποκαλύψεις και κυνηγούν θεσμούς, θα ήταν μεγάλο πισωγύρισμα για τη δημοκρατία να ποινικοποιηθεί αυτή η συμπεριφορά ακόμα και με φυλάκιση.
Είναι γι’ αυτό που η επιλογή μεταξύ «κανιβαλισμού» και περιορισμού, όπως την προτάσσει η Αννίτα Δημητρίου, δεν είναι τόσο απλή. Διότι αν η επιλογή δεν είναι ο κανιβαλισμός, μπορεί εύκολα να είναι η λιγότερη λογοδοσία, η περισσότερη αυθαιρεσία και οι ανεξέλεγκτοι πολιτικοί και θεσμοί. Με πρόσχημα την προστασία από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, μπορεί να είναι οι θεσμοί να επιβάλλουν την είδηση. Μια δημοκρατία σε τεντωμένο σχοινί. Και αυτό δεν θα πρέπει απλά να ενοχλεί. Θα πρέπει να φοβίζει.
https://x.com/AntonisPolydoro