Του Ανδρέα Γρ. Ορφανίδη*
Η απόφαση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν, να εγκρίνει τη χρήση των μεγάλου βεληνεκούς πυραύλων Army Tactical Missile Systems (ATACMS) από την Ουκρανία αποτελεί μια κομβική στιγμή στον συνεχιζόμενο πόλεμο με τη Ρωσία. Αυτή η στρατιωτική και πολιτική κίνηση έχει τη δυναμική να επηρεάσει καθοριστικά την έκβαση της σύγκρουσης, καθώς και την ευρύτερη γεωπολιτική ισορροπία. Οι ATACMS είναι πύραυλοι που μπορούν να πλήξουν στόχους σε απόσταση έως και 300 χιλιομέτρων. Η ακρίβειά τους και η ικανότητά τους να πλήττουν κρίσιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αποθήκες εφοδιασμού και κέντρα διοίκησης πίσω από τις εχθρικές γραμμές τους καθιστούν ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο. Η χρήση τους από την Ουκρανία αναμένεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες για τη Ρωσία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εφοδιαστική της αλυσίδα και τη διατήρηση του ελέγχου στις κατεχόμενες περιοχές.
Η απόφαση του Μπάιντεν να επιτρέψει τη χρήση αυτών των πυραύλων από την Ουκρανία έρχεται δύο μήνες πριν αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκλεγμένος Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που έχει υποσχεθεί να μειώσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία, καθώς και σε μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου, όπου οι Ουκρανοί επιχειρούν αντεπίθεση για την ανακατάληψη κατεχόμενων περιοχών. Η παροχή των ATACMS έχει προφανώς τριπλή στόχευση. Πρώτον, ενισχύει την ικανότητα της Ουκρανίας να καταφέρει στρατηγικά πλήγματα που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη συνοχή των ρωσικών επιχειρήσεων. Δεύτερον, στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στη Μόσχα και στους διεθνείς συμμάχους των ΗΠΑ ότι η Ουάσινγκτον παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην υποστήριξη της Ουκρανίας. Τρίτον, αναδεικνύει την πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών να αντισταθούν στις ρωσικές προειδοποιήσεις περί «κόκκινων γραμμών».
Η απόφαση αυτή, ωστόσο, εμπεριέχει σημαντικό ρίσκο. Οι Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι η παροχή πυραύλων μεγάλης εμβέλειας στην Ουκρανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση της σύγκρουσης. Η Μόσχα ενδέχεται να εντείνει τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις, να προχωρήσει σε μαζικές επιθέσεις κατά ουκρανικών υποδομών ή ακόμα και να εξετάσει πιο επιθετικές κινήσεις κατά χωρών του ΝΑΤΟ. Η χρήση των ATACMS από την Ουκρανία, παρά τη στρατηγική της αξία, είναι πιθανό να προκαλέσει μια πιο σκληρή και απρόβλεπτη αντίδραση από τη Ρωσία. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να εκτιμά ότι τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων.
Η απόφαση του Προέδρου Μπάιντεν βασίζεται επίσης σε εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις. Στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, η υποστήριξη προς την Ουκρανία έχει γίνει σημείο διχασμού, με τους Δημοκρατικούς να τάσσονται υπέρ της συνέχισης της βοήθειας και πολλούς Ρεπουμπλικάνους, περιλαμβανομένου του εκλεγμένου Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, να επικρίνουν την κυβέρνηση για υπερβολική εμπλοκή. Στο διεθνές επίπεδο, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, έχουν πιέσει έντονα για μεγαλύτερη στρατιωτική στήριξη στην Ουκρανία, βλέποντας την έκβαση του πολέμου ως ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της περιοχής.
Η στρατηγική σημασία της χρήσης των ATACMS είναι ξεκάθαρη. Η χρήση τους από την Ουκρανία θα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες στο πεδίο της μάχης, επιτρέποντας στο Κίεβο να πλήξει στόχους που μέχρι τώρα ήταν απρόσιτοι. Αυτό θα αυξήσει την πίεση στη Ρωσία και θα μπορούσε να αναγκάσει τη Μόσχα να αναδιατάξει τις δυνάμεις της, ενισχύοντας την αεράμυνά της και περιορίζοντας την ευελιξία της. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα αντιδράσουν με τρόπο που θα οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση. Παράλληλα, η παροχή αυτών των πυραύλων στην Ουκρανία θέτει ζητήματα διαθεσιμότητας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν περιορισμένο αριθμό ATACMS, και η χρήση τους πρέπει να είναι στοχευμένη και στρατηγική για να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητά τους. Επιπλέον, η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, με χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία να εκφράζουν ανησυχίες για την πιθανότητα περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου. Ανθρωπιστικές οργανώσεις, επίσης, προειδοποιούν για τον κίνδυνο αυξημένων απωλειών αμάχων λόγω της χρήσης όπλων μεγάλης εμβέλειας σε πυκνοκατοικημένες περιοχές.
Για τις ΗΠΑ, σ' αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία της απόφασης Μπάιντεν εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Η Ουκρανία πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τους ATACMS για να καταφέρει καίρια πλήγματα στις ρωσικές δυνάμεις, χωρίς να προκαλέσει αλόγιστη κλιμάκωση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διαχειριστούν προσεκτικά τις διεθνείς αντιδράσεις, διατηρώντας την υποστήριξη των συμμάχων και περιορίζοντας την ένταση με τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί να διαχειριστεί την εσωτερική πολιτική πίεση, εξηγώντας την αναγκαιότητα της απόφασης αυτής σε ένα αμερικανικό κοινό που εμφανίζεται ολοένα και πιο διχασμένο.
Συμπερασματικά, η απόφαση να επιτραπεί η χρήση των ATACMS από την Ουκρανία αντανακλά την πρόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών να παραμείνουν σταθερές στην υποστήριξή τους προς το Κίεβο, αλλά και τη διάθεσή τους να αναλάβουν μεγαλύτερο στρατηγικό ρίσκο για να ανατρέψουν την πορεία του πολέμου. Παρότι οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι, η απόφαση αυτή προσφέρει μια ευκαιρία στην Ουκρανία να ενισχύσει τη θέση της στο πεδίο της μάχης. Ωστόσο, όπως κάθε κίνηση σ' αυτή τη σύγκρουση, η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη στρατηγική και στην αποφυγή της κλιμάκωσης, με το μέλλον του πολέμου να γίνεται ακόμα πιο απρόβλεπτο.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη και πρώην πρoέδρου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE)