Το μάθημα των αμερικανικών εκλογών είναι ότι όποιος δεν έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό ως λύση στα προβλήματα, πάει σπίτι του. Εκεί που θα πάνε οι Δημοκρατικοί με την Κάμαλα Χάρις τον Ιανουάριο και θα επιστρέψουν την προεδρία στον Ντόναλντ Τραμπ. Που μπορεί να διαφωνεί κανείς με τις λύσεις που προτείνει, να τις θεωρεί επικίνδυνες ή λαϊκίστικες, ή απλά μη εφαρμόσιμες, ωστοσο, οι ψηφοφόροι είδαν σε αυτές κάτι το διαφορετικό και αγόρασαν για δεύτερη φορά την ελπίδα που τους «πούλησε». Και όσο και αν σοκάρονται όσοι ίσως, και δικαίως, θεωρούν την υποψηφιότητά του υψηλού ρίσκου, η αλήθεια είναι πως οι εποχές μας δεν προσφέρονται για αποδοχή της ωμής πραγματικότητας και δεν προκρίνουν υποψηφιότητες που παραπέμπουν σε παραίνεση για υπομονή μέχρι να αποδώσουν τα όποια μέτρα. Οι πολίτες στις ΗΠΑ και σε όλο τον δυτικό κόσμο, θέλουν τις λύσεις χθες.
Με έναν ίσως οξύμωρο τρόπο, οι ψηφοφόροι, συνεχίζουν και στις ΗΠΑ από εκεί που έμειναν μετά την οικονομική κρίση του 2007 που συνέτεινε στην εκλογή Μπαράκ Ομπάμα πρώτα απέναντι στη Χίλαρι Κλίντον που αντιπροσωπεύει το κατεστημένο των Δημοκρατικών και στη συνέχεια του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Τζον Μακέιν. Δηλαδή συνεχίζουν να αμφισβητούν αυτό που βλέπουν ως κατεστημένο και συνεχίζουν να επιλέγουν υποψηφιότητες υψηλότερου ρίσκου σε μια απέλπιδα, πολλές φορές, προσπάθεια να «γυρίσουν το παιχνίδι» και να ρεφάρουν πρώτα από τη «χασούρα» της οικονομικής κρίσης και τώρα από τη φτωχοποίηση που αισθάνονται από τον πληθωρισμό και τα υψηλά επιτόκια. Και θα συνεχίσει να συμβαίνει αυτό μέχρι να τραβήξουν το κατάλληλο «χαρτί» ή μεχρι να αναποδογυρίσει το τραπέζι, όπως αυτό πήγε να συμβεί με την πανδημία και που βοήθησε να κερδίσει τις εκλογές του 2020 ο Τζο Μπάιντεν.
Είναι για αυτό που πλέον άξιον απορίας που συνεχίζουν να ξαφνιάζονται οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις εξουσίας από τα εκλογικά αποτελέσματα. Αν είναι κάτι που ξαφνιάζει, είναι η μη αλλαγή και η σταθερότητα πλέον. Όποιος έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό και μπορέσει να το υπεραπλουστεύσει σε σημείο λαϊκισμού, εκλέγεται. Οι ψηφοφόροι «αγοράζουν», και στην περίπτωση Τραμπ «ξαναγοράζουν» το αφήγημα της αλλαγής. Το αγόρασαν και οι Γάλλοι αρχικά με τον Εμανουέλ Μακρόν, που όταν ήρθε ήταν το νέο, και στις πρόσφατες εκλογές για το Κοινοβούλιο επέλεξαν αλλαγή στον πρώτο γύρο με την Ακροδεξιά και στο δεύτερο γύρο με την Αριστερά. Την προηγούμενη δεκαετία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το διαφορετικό ως αφήγημα έφερε το Brexit, αλλά και την κατάληψη της εξουσίας στα δύο μεγάλα κόμματα από στελέχη που βρίσκονταν μακριά από τον βασικό τους πυρήνα. Τόσο ο Τζέρεμι Κόρμπιν στους Εργατικούς όσο και ο Μπόρις Τζόνσον στους Συντηρητικούς, ήταν στην περιφέρεια στα κόμματά τους πριν γίνουν ηγέτες τους. Οι ίδιες δυναμικές έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία την ίδια περίοδο και οι ίδιες δυναμικές είναι που φουσκώνουν τα μικρά δεξιά κόμματα στην Ελλάδα σήμερα. Τα ίδια είδαμε σε εκλογές και στην Κύπρο.
Με άλλα λόγια, η εναλλαγή στην εξουσία δεν γίνεται πλέον με όρους Δεξιάς ή Αριστεράς, αλλά με το δίπολο αντισυστημικός ή κατεστημένο. Πως τα άλυτα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα ωθούν τους ψηφοφόρους να ρισκάρουν και να επιλέγουν αλλαγή ή εναλλαγή. Τώρα, πώς κατάφερε ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας δισεκατομμυριούχος πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ που πλησιάζει τα 80, να πείσει πως αυτός είναι το καινούργιο και το αντισυστημικό και πώς απέτυχε η Κάμαλα Χάρις, μια αυτοδημιούργητη εισαγγελεας με γονείς από Αφρική και Ασία, χρήζει μεγάλης ανάλυσης. Ωστόσο, σε μια απλουστευμένη εκδοχή, η κ. Χάρις θεωρήθηκε πως αυτή θα είναι η συνέχεια της διακυβέρνησης Τζο Μπάιντεν, όντας η αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του, έστω και περιθωριοποιημένη. Τώρα, μένει να δούμε αν το ρίσκο που πήραν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι θα αποδώσει για τις ΗΠΑ και τον κόσμο, ή αν δικαιωθούν όλοι όσοι προειδοποιούν πως ο Τραμπ επέστρεψε, όχι για να επιδιορθώσει (fix) την Αμερική, αλλά για να την αποτελειώσει. Αυτά προσεχώς στο «Show me the Money» στο ραδιόφωνο του «Π» στους 107.6.