Και να που φτάσαμε στα μέσα και αυτής της δεκαετίας και που ακόμη δεν λησμονήσαμε τη μέθη με την οποία έμπαινε πριν 20 χρόνια το 2005. Και δεν μιλάμε μόνο για όσους ζούσαν τότε τη νιότη τους και τώρα την εξιδανικεύουν και την αναπολούν. Την αναπολούν και όσοι ήταν ήδη μεσήλικες ή ηλικιωμένοι και, ακόμη χειρότερα, την αναπολούν και αυτοί που ήταν πολύ μικροί για να θυμούνται. Παιχνίδια του μυαλού, που κρατάνε τις καλές στιγμές και ούτε που θέλουν να θυμούνται πως η ανεμελιά, η αφέλεια και η κουτοπονηριά, αλλά και η απληστία που επιδείξαμε τότε, τις πληρώνουμε μέχρι και σήμερα και θα τις πληρώνουν για χρόνια οι επόμενες γενιές. Μόνο που αν τότε ζήσαμε μια ανεπανάληπτη Belle epoque σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου, η επιμονή μας στην Κύπρο να επιστρέψουμε σε αυτά μετά τα όσα ακολούθησαν αλλά και στις σημερινές συνθήκες είναι μια ανευ προηγουμένου επικίνδυνη επιμονή στην αυτοχειρία.
Το 2005 θα ήταν η πρώτη χρονιά που ξεκινήσαμε με την Κύπρο μέσα στην ΕΕ, με την αυτοπεποίθηση πως όχι μόνο μπορούμε να επανενώσουμε τη χώρα, αλλά θα επιβάλουμε και τους δικούς μας όρους. Μεθυσμένοι απο την κατάκτηση του EURO και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων από την Ελλάδα όλα ήταν δυνατά. Ακόμη συζητάμε για διάνοιξη οδοφραγμάτων, ωστόσο η ψευδαίσθηση πως μπορούμε να πετύχουμε επανένωση και μάλιστα όπως τη θέλουμε δεν μας έχει εγκαταλείψει. Τότε, ωστόσο, είχαμε ελαφρυντικά στο να είμαστε αφελείς. Η γειτονιά μας γύριζε σελίδα με τη Συρία και τη Λιβύη να ανοίγονται στον κόσμο και την Τουρκία να επιδιώκει εκδημοκρατισμό και ένταξη στην ΕΕ. Η Αλ Κάιντα και οι Ταλιμπάν κυνηγημένοι μέσα στις σπηλιές τους και έπρεπε να είσαι πολύ ευαίσθητος για να στενοχωρηθείς για το Γκουαντάναμο ή να προβληματιστείς για το Ιράκ. Η Ρωσία σε πορεία ενσωμάτωσης με τη Δύση και η Κίνα να προβάλλει ως η επόμενη Ιαπωνία, ταγμένη να υπηρετήσει τις καταναλωτικές μας υπερβολές.
Στο μεγάλο παζάρι και η Κύπρος, να κάνει δουλειές με όλους. Κυρίως με τους ολιγάρχες της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης και τη βιομηχανία των υπηρεσιών να κερδίζει με τσαμπουκά δεκάδες εκατομμύρια. Μπορούν άραγε οι Κύπριοι introducers να δεχτούν πως αυτό ήταν μόνο μια παρένθεση; Πως οι ολιγάρχες δεν θα επιστρέψουν στην Κύπρο; Πως αυτό που έζησαν ήταν μια παρένθεση της καριέρας τους που δεν πρόκειται να επαναληφθεί; Και πως προχωρούν μπροστά αλλά και πού πάνε; Και αν νομίζετε πως μόνο όσοι γεύτηκαν το αληθινό «παντεσπάνι» της οικονομικής ανάπτυξης αναπολούν το ζεστό χρήμα, έχετε λάθος. Το αναπολούν και οι μεροκαματιάρηδες που περνούσαν έξω από την τράπεζα και το συνεργατικό της γειτονιάς και έφευγαν με δάνειο. Ούτε που ρωτούσαν για το επιτόκιο. Όσοι είχαν ένα χωραφάκι κοντά σε πόλη που ξαφνικά άξιζε εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι και εκατομμύρια. Δεν ήταν όλοι πλούσιοι, μπορούσαν ωστόσο να υποδυθούν τους πλουσίους. Να σπουδάσουν τα παιδιά τους στην Αγγλία, να τους αγοράσουν σπίτια και αυτοκίνητα. Να πάνε διακοπές στις Μαλδίβες και να κάνουν γάμους-υπερπαραγωγές. Τι και αν πολλοί χώρισαν, τι και αν ακόμη πληρώνουν τα σπίτια και τις διακοπές. Τι κι αν χάθηκαν περιουσίες σε αυτό το άππωμα. Εκεί θέλουμε να επιστρέψουμε.
Και δεν είναι μόνο οι νοικοκυραίοι που εθίστηκαν σε εκείνη την εποχή. Είναι και οι θεσμοί που αναζητούν να επιστρέψουν στην εποχή που κανείς δεν τους ασκούσε έλεγχο. Που σήκωναν το τηλέφωνο και οι τραπεζίτες άνοιγαν το θησαυροφυλάκιο. Που οι επενδυτές όπως ο Βγενόπουλος άνοιγαν την «αγκαλιά» τους και μέσα χωρούσαν κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Που οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έκαναν πως δεν καταλάβαιναν τι πάρτι είχε στηθεί σε κράτος και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, φτάνει να έπεφταν οι αυξήσεις, τα μπόνους και η ΑΤΑ. Πίσω θέλουμε να μας πάνε.
Καλή χρονιά λοιπόν σε όλους και ας ελπίσουμε πως, κόντρα στο τι θέλουμε, κάπως θα τα καταφέρουμε να πάμε μπροστά.