Το να προσκαλείται στον Λευκό Οίκο από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ο Πρόεδρος μιας μικρής χώρας έχει μεγάλη σημασία, τόσο συμβολική όσο και ουσιαστική. Προφανώς ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης όταν θέλει να ασχοληθεί στα σοβαρά με ένα θέμα έχει τις ικανότητες να σημειώσει επιτυχίες. Μακάρι να ασχοληθεί με την ίδια σοβαρότητα και με το Κυπριακό για να επουλωθεί επιτέλους αυτή η μεγάλη και αιμάσσουσα πληγή στο σώμα της πατρίδας μας. Ελπίζω να μην παρασυρθεί από κάποιους άκριτους χειροκροτητές του που βλέπουν την επίσκεψη στον Λευκό Οίκο σαν το πρώτο βήμα που θα οδηγήσει σε απομόνωση της Άγκυρας. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, με τεράστια στρατηγική σημασία και αξιόλογη οικονομική ευρωστία και δεν απομονώνεται όσο και να προσπαθήσει η μικρή Κύπρος. Άλλωστε, επί εποχής Νίκου Αναστασιάδη δοκιμάστηκε αυτή η πολιτική με μίζερα αποτελέσματα. Η Κύπρος θα πρέπει να βλέπει την Τουρκία σαν ένα μελλοντικό συνεργάτη και όχι σαν έναν μόνιμο αντίπαλο. Έφθασε η ώρα να μάθουμε, σαν λαός και ιδιαίτερα σαν πολιτική ηγεσία, ότι κανείς δεν θέλει να του λένε ότι κάνει λάθος, οπότε, αν πρώτα μεταφέρουμε στον «απέναντί» μας ότι έχει κατά κάποιον τρόπο για κάποιο ζήτημα δίκιο, θα είναι πιο πιθανό να γίνει ανοιχτός στην άποψή μας.
Και προς τους συμπατριώτες Τ/κύπριους, καιρός είναι να σταματήσουμε να τους κάνουμε τον δάσκαλο και να τους λέμε τι να κάνουν ή πώς να αισθάνονται. Ποτέ στην ιστορία του κόσμου κάποιος δεν ανταποκρίθηκε καλά την επιταγή «Ενηλικιώσου». Όπως συμβαίνει με όλες τις προσταγές («Να είσαι λογικός», «Ηρέμησε»), απλά ενοχλούν. Το να λες στους ανθρώπους πώς να αισθάνονται, σχεδόν πάντα γυρίζει μπούμερανγκ. Λέμε συνέχεια στους συμπατριώτες μας δεν πρέπει να θέλετε τις εγγυήσεις της Τουρκίας. Τώρα η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ και δεν χρειαζόμαστε τις αναχρονιστικές εγγυήσεις των «μητέρων πατρίδων». Και εκείνοι επιμένουν πεισματικά και σχεδόν με ένα στόμα απαντούν «εμείς χρειαζόμαστε τις εγγυήσεις της Τουρκίας». Δεν ψάξαμε ποτέ να μάθουμε τι κρύβεται πίσω από αυτή την απαίτηση των Τ/κυπρίων. Προφανώς ως Ε/κύπριοι διαφωνούμε τόσο με τη θέση αυτή των συμπατριωτών μας όσο και με το συναίσθημα που κρύβεται πίσω από τη θέση. Αμέτρητες όμως μελέτες έχουν καταδείξει ότι όσα έξυπνα επιχειρήματα και να επιστρατεύσει κάποιος δεν ξεριζώνει εύκολα συναισθήματα.
Γι’ αυτό και οι ειδικοί συμβουλεύουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ίσως χρειάζεται να αναγνωρίσουμε και να αποδεχθούμε τα υποκείμενα συναισθήματά τους. Αυτό κατανόησε καλά ο κ. Αντόνιο Γκουτέρες και έκαμε προτάσεις οι οποίες είχαν σαν βάση το έξυπνο και καλομελετημένο δόγμα «η ασφάλεια της μιας κοινότητας να μην αποτελεί απειλή για την άλλη». Κάτι που μπορούσε, με λίγη καλή θέληση, να οδηγήσει σε μια διευθέτηση που να μας απαλλάσσει από το όντως απαράδεκτο και αναχρονιστικό δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Αλλά ο νους του τότε ηγέτη μας, δεν ήταν στο πώς να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός που να προσφέρει ασφάλεια και στις δύο κοινότητες, αλλά στο πώς συνεχίζεται το φαγοπότι με τα «χρυσά» διαβατήρια. Η μακρά, και, θέλω να πιστεύω με σοβαρότητα, ενασχόλησή μου με το Κυπριακό, με οδήγησε και σε ένα άλλο συμπέρασμα: Εκτός από τη θρησκευτική πίστη, η πίστη σε θέματα κοινωνικά και πολιτικά δεν είναι ένας αυτοσκοπός. Οι άνθρωποι που απολαμβάνουν να πιστεύουν, τείνουν να μην προβληματίζονται για το γιατί πιστεύουν αυτά που πιστεύουν. Τείνουν επίσης να χάνουν την ικανότητα να ακούνε άλλες απόψεις. Η πολυετής θητεία μου στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και η συναναστροφή μου με πολλούς αξιόλογους βουλευτές και διπλωμάτες από διάφορες χώρες, με δίδαξε ότι σε θέματα κοινωνικά και πολιτικά, όσο λιγότερες πεποιθήσεις κρατάς απαραβίαστες, τόσο περισσότερη γνωστική ελευθερία κι ενσυναίσθηση έχεις. Και έτσι πολλές φορές κατόρθωσα να έχω συναισθηματική ταύτιση με τα αισθήματα συναδέλφων από διάφορες χώρες, καθώς επίσης και να έχω κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων τους. Οι μεγάλες μάζες του λαού μας, καθώς και οι περισσότεροι πολιτικοί μας, δυστυχώς δεν διαθέτουν την ικανότητα να ακούνε άλλες απόψεις. Προσεγγίζουν τις διάφορες πτυχές του πολύπλοκου κυπριακού προβλήματος με θρησκευτικό δογματισμό. Κάτι που δεν τους αφήνει να προχωρήσουν πέρα από τη διαφωνία. Αν στον δογματισμό προσθέσουμε και την αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε λογικές μηχανές αλλά εγωιστικά, περήφανα, παρορμητικά, ανασφαλή όντα, γεμάτα ανάγκες, τότε και να υπάρξει μια συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο θα χρειαστούν τιτάνιες προσπάθειες για να εγκριθεί σε δημοψήφισμα η συμφωνία. Γι’ αυτό η προσπάθεια για εξεύρεση λύσης δεν πρέπει να είναι μονόπλευρη και να περιορίζεται στην επανέναρξη των συνομιλιών. Πρέπει παράλληλα να καλλιεργείται και στον λαό κλίμα που να προάγει τη συμφιλίωση και τη συνύπαρξη. Κάτι που δεν γίνεται. Αντίθετα, καλλιεργείται, ακόμα και σε ΜΜΕ, φιλικά προς τη λύση, ένα κλίμα δαιμονοποίησης της Τουρκίας, του Τούρκου Προέδρου και του Τ/κυπρίου ηγέτη κ. Τατάρ και καθετί τουρκικού. Είναι μέσα σε αυτό το κλίμα που εντάσσονται και τα δημοσιεύματα περί απομόνωσης της Τουρκίας που ανάφερα στην αρχή της στήλης. Και περί σιωπής του «Σουλτάνου». Αυτός όμως ο «σουλτάνος» κέρδισε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και είναι ο εκλεγμένος ηγέτης μιας γειτονικής χώρας με την οποία λέμε ότι θέλουμε να λύσουμε τις διαφορές μας με συνομιλίες. Θέλω να πιστεύω ότι ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης σαν πανεπιστημιακός, αντιλαμβάνεται ότι οι παντός είδους διαφωνίες, όλων των ανθρώπων, περιλαμβανομένων ασφαλώς και των διαφωνιών ημών των Ε/κυπρίων με την Τουρκία και τους Τ/κύπριους, σημαντικές ή ασήμαντες, έχουν να κάνουν με το υποκείμενο συναίσθημα του ενός προς τον άλλον. Πίσω από κάθε διαφωνία πάντα κρύβεται ένας άρρητος διάλογος για το πώς αισθάνεται ο ένας για τον άλλον. Εάν λοιπόν δεν εντρυφήσουμε, κατ’ αρχάς, σε αυτήν τη σχέση, τότε η συζήτησή μας παραμένει στείρα και δεν μπορεί να επιτύχει καμία ουσιαστική και παραγωγική επικοινωνία. Αυτή η παράλειψη έχει κρατήσει άλυτο το Κυπριακό μέχρι σήμερα.