Αυτό το άρθρο βασίζεται στην παρουσίασή μου στην «Περιφερειακή Διάσκεψη για την Καθαρή και Ασφαλή Ενέργεια» του Ατλαντικού Συμβουλίου. Κάθε διεθνής συνάντηση (COPs, G7, G20, BRICS) καταλήγει σε περισσότερες δεσμεύσεις για το κλίμα και την υπερθέρμανση του πλανήτη, ωστόσο ο κόσμος απέχει όσο ποτέ άλλοτε από την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού.
Υπάρχει ένας καλός λόγος για αυτό. Παρά την τεράστια πρόοδο που σημειώνουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), δεν αναπτύσσονται αρκετά γρήγορα ώστε να συμβαδίζουν με την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας που προκύπτει από τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, τις αυξανόμενες ανάγκες ψύξης και τα κέντρα δεδομένων AI.
Για να το θέσουμε αυτό στο πλαίσιο, ένας Ασιάτης καταναλώνει περίπου το 50% της ενέργειας που καταναλώνει ένας Ευρωπαίος, ένας Ινδός το 20% και ένας Αφρικανός μόλις το 10%. Και όλοι φιλοδοξούν για έναν καλύτερο τρόπο ζωής, απαιτώντας αναπόφευκτα περισσότερη ενέργεια.
Ως αποτέλεσμα, όλα τα άλλα καύσιμα πρέπει να αναπτύσσονται συνεχώς ταυτόχρονα με τις ΑΠΕ για να παρέχουν την ενέργεια που χρειάζεται ο κόσμος. Το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο εξακολουθούν να είναι απαραίτητα και θα είναι για πολύ καιρό ακόμη.
Αν και η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ευρώπη προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται εν μέρει λόγω της πτώσης της βιομηχανικής δραστηριότητας, το αντίθετο ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα στην Ασία, όπου η κατανάλωση ενέργειας και φυσικού αερίου αναμένεται να αυξάνεται διαρκώς.
Η αντίθεση μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών είναι έντονη. Το 2023, η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας μειώθηκε κατά περίπου 1,5% στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά αυξήθηκε κατά ένα εντυπωσιακό 4,3% σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ -που αποτελούν περισσότερο από 80% του παγκόσμιου πληθυσμού- με τα ορυκτά καύσιμα να παρέχουν σχεδόν το 80% αυτής της ανάπτυξης.
Στην πραγματικότητα, τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να παρέχουν περίπου το 84,5% της ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, παρά την ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ, με την ηλιακή και την αιολική να παρέχουν λιγότερο από 6,6%, ακόμη και μετά την αύξησή τους κατά 18% το 2023.
Προφανώς, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά για το παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, ειδικά καθώς, παρά τις τεράστιες επενδύσεις, η διείσδυση των ΑΠΕ σε άλλους τομείς εκτός της ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ χαμηλή.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 2,5% το 2023, περίπου το ίδιο με το 2022, και αποτελούσε το 17,4% της παγκόσμιας ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας, μόλις οριακά αυξημένη από το 17,3% το 2022. Με αυτόν τον ρυθμό, η ενεργειακή μετάβαση θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία.
Η ουσία είναι ότι το φυσικό αέριο είναι δύσκολο να αντικατασταθεί και θα διαδραματίζει βασικό ρόλο στην παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2050 και πιθανότατα και μετά.
Η διατήρηση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου και η παραγωγή για την υποστήριξη αυτής της ζήτησης είναι κρίσιμης σημασίας για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια. Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν ήδη κάνει αυτή τη στροφή, αλλά, επίσης, και οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες και δανειστές έχουν καταλήξει σε παρόμοιο συμπέρασμα.
Η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας συνεχίζει να αυξάνεται καθοδηγούμενη από χώρες εκτός ΟΟΣΑ, και ενώ αυτό συμβαίνει, όπως έδειξε η «Στατιστική Ανασκόπηση της Παγκόσμιας Ενέργειας» του Ινστιτούτου Ενέργειας, ο κόσμος θα χρειαστεί όλη την ενέργεια που μπορεί να πάρει. Σε αυτή τη βάση, η ιδέα ότι η ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου θα κορυφωθεί το 2030, όπως ισχυρίζεται ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), φαίνεται απίθανη.
Η μείωση των επενδύσεων και της παραγωγής φυσικού αερίου και πετρελαίου, με την παραδοχή ότι οι ΑΠΕ μπορούν γρήγορα να τις αντικαταστήσουν σε όλους τους ενεργειακούς τομείς είναι μια πλάνη, επιρρεπής σε σημαντικούς οικονομικούς και γεωπολιτικούς κινδύνους. Τέτοιοι παράγοντες τις περισσότερες φορές αγνοούνται στις συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή, αλλά δεν θα εξαφανιστούν –είναι πραγματικότητα.
Αντίθετα, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης, θα πρέπει να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την όσο το δυνατόν αποδοτικότερη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Η αντικατάσταση του άνθρακα με φυσικό αέριο και η εξάλειψη των εκπομπών μεθανίου πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα.
Η περιοχή μας δεν είναι απρόσβλητη από αυτές τις εξελίξεις. Βασιζόμαστε στις ίδιες μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου για την εξερεύνηση, την παραγωγή και την εμπορία των πόρων υδρογονανθράκων μας. Αλλά αυτό πρέπει να το θέσουμε σε μια προοπτική. Το φυσικό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί μόνο περίπου το 2% των παγκόσμιων πόρων φυσικού αερίου. Ακόμη και για τη Chevron, τη μεγαλύτερη εταιρεία φυσικού αερίου στο Ισραήλ, το μερίδιο του φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο στο παγκόσμιο χαρτοφυλάκιό της είναι μόνο περίπου 6%. Ως αποτέλεσμα, η στρατηγική του αξία είναι περιορισμένη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι πολύ πιο σημαντικό να αναπτυχθεί αυτός ο πόρος και να χρησιμοποιηθεί περιφερειακά για την κάλυψη των αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών της περιοχής κατά την ενεργειακή μετάβαση. Σήμερα, το φυσικό αέριο και το LNG μπορούν να λειτουργήσουν ως παράγοντες απαλλαγής από ανθρακικές εκπομπές εκτοπίζοντας το πετρέλαιο και τον άνθρακα στον τομέα της ενέργειας.
Σε αυτόν τον βαθμό, η περιφερειακή συνεργασία για τη διευκόλυνση της εκμετάλλευσης των πόρων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να κάνει τη διαφορά. Αλλά ο πόλεμος το θέτει σε κίνδυνο.
Περιφερειακές συγκρούσεις και πόλεμοι
Ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς, και τώρα οι επιθέσεις του Ισραήλ στον Λίβανο και η απάντηση του Ιράν, έχουν φέρει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη γεωπολιτική της ενέργειας. Χωρίς να υπάρχει λύση ενόψει, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η σύγκρουση να εξελιχθεί σε μια περιφερειακή κλίμακα με πιθανές παγκόσμιες συνέπειες. Οι ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια επανεμφανίζονται συχνά σε αυτήν την ασταθή περιοχή.
Για την Ανατολική Μεσόγειο, αυτές οι ανησυχίες ρίχνουν μια σκιά στη μελλοντική ανάπτυξη των άφθονων πόρων φυσικού αερίου της. Μια μακροχρόνια σύγκρουση θα μπορούσε να καθυστερήσει τα έργα -κάτι που ήδη συμβαίνει- και τις τελικές επενδυτικές αποφάσεις και να προκαλέσει αμφιβολίες και ανησυχίες στο μυαλό των διεθνών επενδυτών ότι ο γεωπολιτικός κίνδυνος είναι πολύ υψηλός.
Σε παγκόσμιους ενεργειακούς όρους, η ανησυχία είναι αν θα οδηγήσει σε διακοπή του εφοδιασμού με πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η τιμή πετρελαίου Brent έχει αυξηθεί στα $79 δολάρια/βαρέλι. Πρόκειται για μια συγκρατημένη απάντηση που υποδηλώνει ότι οι αγορές πετρελαίου δεν βλέπουν άμεσο κίνδυνο κλιμάκωσης. Η τρέχουσα βασική θέση του κλάδου φαίνεται να είναι ότι η σύγκρουση πιθανότατα θα περιοριστεί.
Ωστόσο, ο Νετανιάχου δεν είναι γνωστός για την ευαισθησία του σε διεθνείς απόψεις ή πιέσεις -ακόμη και από τις ΗΠΑ. Εντός της χώρας, η προσδοκία είναι ότι το Ισραήλ θα επιτεθεί στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και τα διυλιστήρια του Ιράν. Μια επίθεση στα διυλιστήριά του, θα μπορούσε να παραλύσει το Ιράν και να έχει καταστροφικές οικονομικές επιπτώσεις στη χώρα. Αυτό θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε αντίποινα, με το Ιράν να στοχεύει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, τα διυλιστήρια πετρελαίου και τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής του Ισραήλ, εάν δεχθεί τέτοια επίθεση.
Το Ιράν θα μπορούσε επίσης να αποφασίσει να διεθνοποιήσει την κρίση μπλοκάροντας τα Στενά του Ορμούζ και με τους Χούτι να εντείνουν τις επιθέσεις τους στη ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα. Κάτι τέτοιο θα διαταράξει σοβαρά τις παγκόσμιες ροές ενέργειας και θα μπορούσε να ωθήσει τη σύγκρουση σε μια πιο άμεση αντιπαράθεση μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ, αυξάνοντας τα διακυβεύματα, τόσο για τις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου όσο και για την περιφερειακή ασφάλεια.
Το Ιράν εξάγει 1,5-2 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα, με το μεγαλύτερο μέρος να πηγαίνει στην Κίνα. Περίπου 20 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα, που αντιπροσωπεύουν το 20% της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαϊκών υγρών, διέρχονται από τα Στενά του Ορμούζ, με το 70% να προορίζεται για την Ασία. Επιπλέον, περίπου 80 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι, ή το 20% των παγκόσμιων ροών LNG, περνούν από τα Στενά κάθε χρόνο.
Εάν αποκλειστούν τα Στενά, οι παγκόσμιες τιμές πετρελαίου και LNG θα εκτοξευθούν στα ύψη, με σημαντικές επιπτώσεις παγκοσμίως. Μια παρατεταμένη περίοδος υψηλών τιμών πετρελαίου και LNG θα μπορούσε να επηρεάσει την εύθραυστη παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη.
*Ο Δρ Χαράλαμπος Έλληνας είναι Ανώτερος Συνεργάτης στο Παγκόσμιο Κέντρο Ενέργειας του Ατλαντικού Συμβουλίου