Έχουν ήδη γραφτεί αρκετά για την τελευταία δημοσκόπηση του «Πολίτη», αναφορικά με τη δημοτικότητα του Ν. Χριστοδουλίδη και της κυβέρνησής του, καθώς και για άλλα θέματα. Ανάμεσά τους και πολύ εύστοχες παρατηρήσεις για τη διακυβέρνηση.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις και αναλύσεις, φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι η δημοτικότητα του Προέδρου και των υπουργών του ακολουθούν πτωτική πορεία. Και μάλιστα, αυτό συμβαίνει παρά τις έντονες επικοινωνιακές προσπάθειες των τελευταίων μηνών.
Ίσως αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης παρεξήγησης που υπάρχει στην πολιτική σκέψη της ηγεσίας. Μιας παρεξήγησης που δεν αφορά μόνο τον τρόπο διακυβέρνησης ή τις προτεραιότητες, αλλά το σύνολο της πολιτικής φιλοσοφίας και της αντίληψης για το τι είναι πολιτική.
Αναμφίβολα, θύμα αυτής της μεγάλης παρεξήγησης δεν είναι μόνο ο νυν Πρόεδρος, αλλά και μεγάλο τμήμα του πολιτικού προσωπικού γενικά. Όμως, όντας στο τιμόνι της χώρας, ο Ν. Χριστοδουλίδης εισπράττει, αναπόφευκτα, το σημαντικότερο κομμάτι των συνεπειών αυτής της παρεξήγησης.
Το πακέτο
• Οι κοινωνίες είναι ευάλωτες στην επικοινωνιακή διαχείρισή τους από πολιτικούς ηγέτες. Αυτό όμως έχει όρια. Η μεθοδευμένη επικοινωνιακή τακτική μπορεί να καλύψει ένα κενό, νοουμένου ότι αυτό δεν ξεπερνά το περίπου 30-40% μιας πολιτικής.
Για παράδειγμα, αν μια εξαγγελία υπόσχεται ολοκλήρωση ενός έργου σε έναν χρόνο, και αυτό χρειαστεί τελικά 18 μήνες, η κοινωνία εύκολα θα συγχωρήσει το μικρό κενό και θα πάει παρακάτω. Αν μια εξαγγελία για οποιοδήποτε έργο, μέτρο, ή νομοσχέδιο επαναλαμβάνεται ως καινούργια κάθε έξι μήνες, τότε, ακόμη κι αν υλοποιηθεί σε έναν χρόνο από την τελευταία φορά που εξαγγέλθηκε, αυτό καταγράφεται στα πλην συνολικά.
• Τα όρια στην ανοχή της κοινωνίας δεν είναι μόνο «ποσοτικά», είναι και ποιοτικά. Για παράδειγμα, στο Υπουργικό Συμβούλιο, στο Προεδρικό, και σε άλλες θεσμικές θέσεις, ο Ν. Χριστοδουλίδης συγκέντρωσε πρόσωπα αποκλειστικά από τη δεξαμενή των προσωπικών του υποστηρικτών.
Αν το αποτέλεσμα της αποδοτικότητας ήταν πάνω από το μέτριο -ή έστω μέτριο- η κοινωνία θα μπορούσε να «συγχωρέσει» σε μεγάλο βαθμό τα φαινόμενα νεποτισμού και δημιουργίας προσωπικού καθεστώτος. Και η εικόνα της διακυβέρνησης θα ήταν στο συν. Όταν το αποτέλεσμα είναι κάτω του μετρίου, τότε στη συνείδηση του πολίτη η διακυβέρνηση πληρώνει και τα δύο· και τον νεποτισμό και την αναποτελεσματικότητα.
• Μια άλλη παρεξήγηση εκ μέρους του πολιτικού προσωπικού είναι η παραγνώριση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «πολιτικό δάνειο»: Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι σε έναν υποψήφιο Πρόεδρο, βουλευτή κ.λπ. δίνεται υπό την αίρεση της απόδειξης των προσδοκιών της και της διάψευσης των φόβων που νίκησε για να τον υπερψηφίσει. Ο Ν. Χριστοδουλίδης ως υποψήφιος «φώναζε» ότι είχε κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά (γενικόλογος, αόριστος, επιφανειακός, αμφίσημος στα κρίσιμα κ.λπ.). Ήταν τόσο οφθαλμοφανή που οι πολίτες τα έβλεπαν. Όμως, Δεν Ήθελαν να τα πιστέψουν. Είχαν ανάγκη να πιστέψουν στο καινούργιο, στο διαφορετικό, που φερόταν ότι αυτός εκπροσωπούσε.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν η προσδοκία ματαιώνεται και οι φόβοι που ηθελημένα παραμέρισαν οι πολίτες αποδεικνύονται βάσιμοι, τότε η απογοήτευση γίνεται εχθρικότητα. Οι τόκοι του πολιτικού δανείου εκσφενδονίζονται στα ύψη. Το πολιτικό πρόσωπο πληρώνει και την προσωπική ματαίωση του πολίτη· το αίσθημα ότι αφέθηκε να ξεγελαστεί. Γι’ αυτό -και παρά τις έντονες επικοινωνιακές προσπάθειες των τελευταίων μηνών- η δημοτικότητα του Προέδρου και της κυβέρνησης όχι μόνο δεν ανατάσσεται αλλά επιδεινώνεται πεισματικά. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και οι εξαιρέσεις υπουργών που εκ πρώτης όψεως διασώζονται στην κοινή γνώμη λόγω κάποιας αποτελεσματικότητας, στο τέλος θα βυθιστούν μαζί με το υπόλοιπο καράβι.
Η επιπλέον αστοχία
Όπως έδειξε η δημοσκόπηση, οι πολίτες δίνουν άλλα δύο σαφή μηνύματα:
(α) Τους απασχολεί έντονα όχι μόνο η αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, αλλά και η γενικότερη διοικητική αναποτελεσματικότητα. Δεν αισθάνονται σε κανένα τομέα ασφαλείς ότι γίνεται ουσιαστική πρόοδος. Δεν πρόκειται απλώς για την ανασφάλεια που προκύπτει από κάποιες αποτυχίες π.χ. της Αστυνομίας και των Υπηρεσιών Ασφαλείας. Έχουν -ορθά ή λανθασμένα- την αίσθηση της στασιμότητας, ίσως και της οπισθοδρόμησης. Και αυτό παράγει κρίσιμη μάζα ανασφάλειας, η οποία με την πάροδο του χρόνου γίνεται οργανική, συστημική. Σε αυτό το στάδιο, ακόμη και η βελτίωση των δεικτών της οικονομίας (ρυθμός ανάπτυξης, μείωση ανεργίας, μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κ.λπ.) δεν λέει τίποτε στους πολίτες. Η ανασφάλειά τους παραμένει ανασφάλεια.
(β) Αναφορικά με το Κυπριακό δεν τρέφουν καμιά ελπίδα. Θα έλεγε κανείς ότι οι τελευταίες εξελίξεις, ακόμη κι αν κάποιος τις βλέπει με μια δόση προκατειλημμένης απαισιοδοξίας, θα δικαιολογούσαν ένα μικρό έστω ψήγμα προσδοκίας. Πρόκειται όμως για κάτι που πονά έντονα, λόγω επανειλημμένων προηγούμενων ματαιώσεων. Έτσι, το να ξανασκαρφαλώσει ο πολίτης τον βράχο της ελπίδας προϋποθέτει πια να φτάσουμε στο παρά ένα μιας συμφωνίας. Άρα, ο σχεδιασμός του Ν. Χριστοδουλίδη να δημιουργήσει κινητικότητα στο Κυπριακό -έστω και άγονη, φτάνει να δίνεται η εικόνα ότι κάτι κινείται- δεν μπορεί πια να έχει αντίκρισμα στην πολιτική αποδοχή.
Άρα, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις μιας κοινωνικής «σκληρής αντιπολίτευσης»! Η κοινωνία μάλιστα αισθάνεται απελευθερωμένη από το ενδεχόμενο της κομματικής ταύτισης, επειδή:
(1) αναγνωρίζει στην ίδια δημοσκόπηση τη νωχελικότητα της «επίσημης» αντιπολίτευσης (ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ),
(2) δείχνει να γνωρίζει τη μεγάλη γκρίνια για την αναποτελεσματικότητα μέσα στα ίδια τα κόμματα της συμπολίτευσης.
Άρα, η διαμαρτυρία του πολίτη μοιάζει αυθεντικά δική του, δεν συνεπάγεται κομματική ταύτιση, και παίρνει χαρακτήρα μιας αυθόρμητης διαμαρτυρίας από τα κάτω. Σιωπηλής, αλλά απροσδόκητα στερεοποιημένης.
Οι άλλοι…
Το πολιτικό προσωπικό των παραδοσιακών κομμάτων δείχνει να μην ανησυχεί ιδιαίτερα από τα πιο πάνω. Πρώτον, επειδή προφανώς πιστεύει ότι με το να εισπράττει τα αρνητικά αισθήματα της κοινωνίας ο Ν. Χριστοδουλίδης και η διακυβέρνησή του απαλλάσσονται εν πολλοίς από την πίεση τα κόμματα. Δεύτερο, επειδή κάνουν τη -λανθασμένη κατά την άποψή μου- εκτίμηση ότι ο εξαιρετικά ήπιος λόγος τους απέναντι σε ό,τι γίνεται (και κυρίως απέναντι σε ό,τι δεν γίνεται) διασφαλίζει στα κόμματα το τεκμήριο της ηπιότητας - άρα και μεγαλύτερες δυνατότητες η κοινωνία να στραφεί ξανά σε αυτά.
Πρόκειται για το άλλο σημαντικό τμήμα της μεγάλης παρεξήγησης! Τα παραδοσιακά κόμματα ιστορικά -άρα και στην αντίληψη της κοινωνίας- είναι συνδεδεμένα με τη διαχείριση της εκτελεστικής εξουσίας. Άρα, η δυσαρέσκεια των πολιτών για την κυβέρνηση μεταφέρεται αυτόματα και στα κόμματα αυτά, ανεξάρτητα αν στις τελευταίες προεδρικές ήταν δίπλα ή απέναντι από τον Ν. Χριστοδουλίδη.
Εξάλλου, όταν μια κοινωνία είναι απογοητευμένη από μια κυβέρνηση, το πιθανότερο είναι να αναζητήσει διέξοδο μέσα από τη στήριξη άλλου κόμματος ή προσώπου το οποίο στηρίζεται από άλλο/άλλα κόμματα. Όταν όμως μια κοινωνία είναι πολύ απογοητευμένη, και η απογοήτευσή της έχει γίνει οργανική, τότε την πληρώνει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Με όλα τα πιθανά σενάρια ανοιχτά!
Το Καλάθι
• …με τους ντροπιασμένους πολίτες (1): Δίπλα στο γενικό αίσθημα περιφρόνησης που έχουν οι πολίτες από τις εξουσίες, με την κυνική ημετεροκρατία που έγινε πια θεσμός, αναπτύσσεται τώρα και το αίσθημα του εξευτελισμού. Ακόμη και τα υπαρκτά και καθημερινά τους προβλήματα αντιμετωπίζονται με κυνισμό και ειρωνεία από τους έχοντες εξουσία. «Μεγαλοστομίες» οι επισημάνσεις των προβλημάτων κατά τον Πρόεδρο, ένδειξη πλούτου και ευημερίας το κυκλοφοριακό πρόβλημα κατά τον υπουργό Συγκοινωνιών.
• …με τους ντροπιασμένους πολίτες (2): Τον μεγαλύτερο εξευτελισμό τον νιώθουν οι νέοι άνθρωποι που αποτείνονται στο κράτος και στις τράπεζες για να εξασφαλίσουν κάποιο επίδομα ή δάνειο για το στεγαστικό τους πρόβλημα. Ένα νέο ζευγάρι, για να δικαιούται επίδομα, θα πρέπει να σέρνεται στο έδαφος μισθολογικά, να έχει μισθούς όχι πείνας αλλά λιμοκτονίας. Μέσα από δαιδαλώδεις γραφειοκρατίες που το εξευτελίζουν ακόμη περισσότερο. Για να ακούσει μετά από την τράπεζα «είναι χαμηλός ο μισθός σας, δεν δικαιούστε δάνειο»!
• …με τους ντροπιασμένους πολίτες (3): Ο εξευτελισμός των νέων γίνεται τέλειος, αν παρατηρήσει κανείς το πόσο ανεβαίνει το κόστος ζωής και πόσο στάσιμοι παραμένουν οι μισθοί - ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα. Έχουμε κόστος διατροφής, διακίνησης, ενοικίων, ένδυσης, επιπέδου Γερμανίας, με μισθούς 40-50% των αντίστοιχων της Γερμανίας για τους νέους. Και μετά από λίγο καιρό θα γκρινιάζουμε πάλι γιατί δεν πάνε στην κάλπη· ή αν πάνε, ψηφίζουν αυτό που εκλαμβάνουν ως αντισυστημικό…