Κι όμως, τον Ιούλη και Αύγουστο 1974, άνθισε (για λίγο) μια Κύπρος σαν εκείνη που ονειρευόμαστε, κι έδειξε τη μεγαλύτερη μας ήττα, εκείνη που ακολούθησε.
Πώς είναι δυνατόν να σε βουρκώσει ένα ανιαρό ημερολόγιο, δώρο marketing του Economist, με μονολεκτικές καταχωρήσεις στο πρόγραμμα, χωρίς το παραμικρό σχόλιο ή συναίσθημα;
Ο Υπουργός Οικονομικών κατά το 1974, Ανδρέας Πατσαλίδης, είχε καταρχάς πολύ κακό γραφικό χαρακτήρα και η ανάγνωση στα ορνιθοσκαλίσματα του είναι μάλλον βασανιστική. Σιγά-σιγά, όμως, μετροφυλλόντας τις λέξεις εκείνου του καλοκαιριού -«Δούντας», «ΠΑΔΥΔΥ», «Συντεχνίες», «Συνεργατ.», «Σεβέρη», «ΚΕΒΕ-ΟΕΒ»- ξεμυτίζει ένα αφήγημα για ένα κομμάτι της ιστορίας μας που δεν ειπώθηκε ποτέ όπως του αξίζει.
Η μεγαλύτερη ειρωνεία είναι πως εκείνο το καλοκαίρι -ιδίως εκείνο το καλοκαίρι- μέσα από ένα δυσανάγνωστο ημερολόγιο, πίσω από την τραγωδία, μαζί με την Κύπρο που χάσαμε, ψιλοκρύβεται και η Κύπρος που ονειρευόμαστε.
Από την 15η Ιουλίου και για κάποιες μέρες, το ημερολόγιο καταγράφει σειρά από ακυρωμένες συναντήσεις. Πρέπει, φαίνεται, κάποιο θέμα να έτρεχε για τον Υπουργό Οικονομικών σε σχέση με τον ΘΟΚ, ενώ στις 15 Ιουλίου ακυρώθηκε και η συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών με θέμα την κυβεία. Όλα σε παύση. Ο Υπουργός σε καταδίωξη, έστω κι αν έκανε δειλά-δειλά κάποιες συναντήσεις στις 19 Ιουλίου. Και μετά, σελίδες κενές για μια εβδομάδα, 20-27 Ιουλίου.
Ξέρουμε τί γινόταν, ξέρουμε γιατί ακύρωσε 15-20 Ιούλη και γιατί μια εβδομάδα μετά την εισβολή δεν είχε το παραμικρό στο πρόγραμμά του. Εκείνο το φόντο, το ξέρουμε καλά.
Αλλά μετά, ξαφνικά, οι σελίδες ζωντανεύουν. «ΠΑΣΥΔΥ», ξανά. «Δούντας», δεύτερη φορά, «ΚΕΒΕ-ΟΕΒ» κατ’ επανάληψη, «συντεχνίες» δύο φορές, μετά «ΣΕΚ-ΠΕΟ», κάποιος «Γενικός Διευθυντής» στις 5 Αυγούστου. Και μετά τη δεύτερη εισβολή, ξανά: απανωτές συναντήσεις με φορείς της οικονομίας, με διπλωμάτες, μυστήριες συναντήσεις στο Hilton και με ξένους (διπλωμάτες;) με δυσανάγνωστα ονόματα.
Σημείο αναφοράς στη μακρά και επιτυχημένη καριέρα, του Ανδρέα Πατσαλίδη, παραμένει η ομιλία του 1977 σε συμπόσιο δημοσιογράφων, με την οποία παρουσίασε την αντίδραση της οικονομικής πολιτικής στην εισβολή και τις προτάσεις του για τη συνέχεια στα δύσκολα νερά των πρώτων ετών μετά το 1974.
Αλλά από το καλοκαίρι εκείνο, ενώ η εισβολή δεν είχε ακόμα τελειώσει, και ενώ η προσωπική ασφάλεια του ιδίου δεν είχε ακόμα διασφαλιστεί, αρχίζει μια ρομαντική αλλά αγριεμένη, σχεδόν μανιώδης προσπάθεια: Μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου, πίσω από τις συναντήσεις και τις σημειώσεις, βγαίνει μια Κύπρος που θέλουμε.
Το θέμα δεν είναι απαραίτητα ο ίδιος ο Ανδρέας Πατσαλίδης, αλλά το αφήγημα που προκύπτει από το ημερολόγιο: Πριν τελειώσει η βία, ενώ ακόμα έφταναν αιχμάλωτοι, γίνονταν ανταλλαγές πυρών, μετρούσαμε ακόμα τους νεκρούς μιας στρατιωτικής ήττας, οι φορείς που αναφέρει το ημερολόγιο άρχισαν να στήνουν την «επόμενη μέρα». Οι κοινωνικοί εταίροι τα δεν «τα βρήκαν». Αντίθετα, έτρεχαν από σύσκεψη σε σύσκεψη για να εξετάσουν επιλογές. Στάθηκαν μαζί. Συνεννοήθηκαν, σχεδίασαν και υλοποίησαν το πλάνο που έφερε (με μπόλικη ξένη βοήθεια και, ναι, μπόλικα δολάρια), το δικό μας Wirtschaftswunder της δεκαετίας που ακολούθησε την καταστροφή.
Ήταν μια Κύπρος χωρίς μικροπρέπειες και εγωισμούς, μια Κύπρος συνεργασίας και συνεννόησης, μια Κύπρος ενωμένη μπροστά στη τραγωδία της, όπου όλοι αμέσως επικεντρώθηκαν στο τί χρειάζεται ο τόπος κι εργάστηκαν, όχι για τα συμφέροντα που εκπροσωπούν ο καθένας, αλλά για το κοινό συμφέρον, ό,τι κι αν αυτό στοίχιζε στον καθένα προσωπικά.
Μια Κύπρος η οποία, έκρυβε -όπως είπε τρία χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Πατσαλίδης- ένα αφόρητο ανθρώπινο πόνο «πίσω από το χαμόγελο και την αξιοπρέπεια».
Αλλά πάνω από όλα, το χαμόγελο και η αξιοπρέπεια στην οποία αναφέρθηκε, δεν ήρθαν τυχαία. Κτίστηκαν. Εργάστηκαν όλοι μαζί για να κρατήσουν την μεν αξιοπρέπεια και για να κτίσουν το δε χαμόγελο, έστω κι αν έμεινε 50 χρόνια πικρό.
Με μια απόφαση η οποία, μέσα από ένα βαρετό ημερολόγιο, μοιάζει ενστικτώδης και αβίαστη. Ξεπετάχτηκαν, σχεδόν σαν ηλεκτρισμένοι, για να δώσουν μια απάντηση απτή, ανιαρή αλλά γεμάτη αίσθηση του χρέους στις απαιτήσεις εκείνης της ώρας.
Και είπαν κάτι απλό: Πως θα δουλέψουμε μαζί για τον τόπο, πως θα τα καταφέρουμε γιατί έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε, πως θα επιβιώσουμε όπως επιβιώσαμε εκατοντάδες άλλες καταστροφές, γιατί έτσι αποφασίσαμε. Ναι, χωρίς να μειώνεται ο πόνος, ναι, χωρίς να είναι αυτό παρηγοριά για όσους έχασαν σπίτια, φίλους και όνειρα.
Αυτή είναι η άλλη Κύπρος που χάθηκε, όχι το καλοκαίρι του 1974, αλλά στα χρόνια που πέρασαν. Μια Κύπρος όπου θέλουμε να υπηρετείται το συμφέρον του συνόλου, του τόπου, της Δημοκρατίας μας, και όχι όσων είναι πιο καλά οργανωμένοι στην προώθηση των δικών τους απαιτήσεων ή όσων αποφάσισαν να κτίσουν καριέρες μπροστά στη μάσκα της τραγωδίας μας.
Ήταν μια Κύπρος όπου η οργανωμένη εκπροσώπηση, αλλά και η πολιτική ηγεσία, για πέντε περίπου χρόνια, λειτούργησαν για τον τόπο. Και όχι, δεν ήταν «υποχωρήσεις» όπως τις θυμούνται σήμερα πολλοί. Ήταν κάτι ηρωικό χωρίς άρματα, ένα χρέος χωρίς δάφνες, κάτι ρομαντικό και πατριωτικό χωρίς εμβατήρια.
Η αντίδραση της συναίνεσης και της συλλογικότητας (αληθινής, όμως, όχι σαν αυτή που μηρυκάζουν σήμερα οι πάντες) αποτέλεσε γερή επένδυση για το μέλλον. Κι αυτή την επένδυση την χρεοκοπήσαμε μόνοι μας στα χρόνια που ακολούθησαν. Σύντομα ήρθαν οι κομματικές ταυτότητες, οι μικροπρέπειες, οι πολιτικές (και οικονομικές) καριέρες με άξονα ένα πατριωτισμό που έχει πωρωτική ρητορική χωρίς όμως ουσία.
Και ίσως αυτή η τραγωδία να είναι μεγαλύτερη από εκείνη του καλοκαιριού του 1974: Η Κύπρος που μας αξίζει ξεμυτίζει μόνο πίσω από κρίσεις, τραγωδίες ή προκλήσεις, αλλά σύντομα χάνεται σαν αναλαμπή.
Και, ναι, κάθε μέρα που περνά δεν αποτελεί μόνο μια νέα χαμένη ευκαιρία για να προσπεράσουμε τα τετελεσμένα του 1974, αλλά -κι αυτό είναι το χειρότερο- μια χαμένη ευκαιρία να ανθίσει επιτέλους εκείνη η Κύπρος που ο Ανδρέας Πατσαλίδης κατέγραψε σε ένα ανιαρό ημερολόγιο με μονολεκτικές αναφορές, χωρίς την παραμικρή περιγραφή. Κι αυτή ίσως να είναι η μεγαλύτερη ήττα εκείνου του καλοκαιριού.

*Ο Μιχάλης Περσιάνης είναι Πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου - εδώ υπό την προσωπική του ιδιότητα.