Όπως αποκαλύπτει το πολιτικό, επιχειρηματικό και δημοσιογραφικό παρασκήνιο, η επόμενη πενταετής στρατηγική στόχευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ακολουθεί τρεις άξονες, ήτοι: την ανάπτυξη των στρατιωτικών/αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ, το κράτος δικαίου και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας σε συνάρτηση με την ενίσχυση της αειφορίας της, όπως τούτη περιγράφεται και στην «πράσινη ατζέντα» και το πώς η τελευταία θα εξελιχθεί. Ασφαλώς, στην τροχιά των τριών αυτών στρατηγικών αξόνων θα συναντήσουμε και πολλά άλλα, όπως τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ, που κάποια στιγμή στο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο μέλλον θα συμπεριλαμβάνει, εκτός απροόπτου, τα Βαλκάνια και την Ουκρανία, την αμυντική αναβάθμιση της ΕΕ σε στενότερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ, τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων υπό εκκόλαψη υπερδυνάμεων της υφηλίου, τη συνεργασία και ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, ανεξάρτητα του προσώπου που θα ζει στο Λευκό Οίκο και, ασφαλώς, τις σχέσεις με τη Τουρκία και τη Ρωσία του σήμερα και του αύριο.
Μαζί με αυτά θα προκύψει και η συνεχιζόμενη διαχείριση μιας πλειάδας εσωτερικών αναπτυξιακών και κοινωνικών ζητημάτων, μη εξαιρουμένου και του μεταναστευτικού ειδικά λόγω και της αντιδραστικής και ριζοσπαστικής ακροδεξιάς και του αισθησιακού λαϊκισμού και των όποιων (αν)ισορροπιών διαμορφωθούν στο πανευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, καθώς και των εξωτερικών «χρόνιων» περιφερειακών και άλλων κρίσεων και διεθνών προβλημάτων, υφιστάμενων και νεοφανών. Το υπό εκκόλαψη πολυπολικό διεθνές σύστημα θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από δομική αστάθεια, για τους λόγους που γνωρίζουν οι ειδικοί των διεθνών σχέσεων. Ως εκ τούτου, οι αναταράξεις θα απαιτήσουν αυξημένη ικανότητα διαχείρισης, τόσο από τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών μελών όσο και από τον κατ’ εξοχήν εκτελεστικό βραχίονα της ΕΕ, που είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η γραφειοκρατία της, που ευτυχώς ακόμα δεν έχουν «παρασυρθεί» από τις σαχλαμάρες της άσκησης πολιτικής εντυπώσεων, αντί ουσίας.
Αυτή τη στρατηγική στόχευση, που ήδη άρχισαν να συζητούν και να συνδιαμορφώνουν οι ηγεσίες των 27 κρατών μελών, και που ακολούθως θα τη θέσουν και υπόψη της επερχόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι που πρέπει να λάβει υπόψη η Κύπρος όταν, πολύ σύντομα, θα κληθεί να προτείνει τους υποψηφίους της για τη θέση του επιτρόπου. Κυρίως, επειδή η Επιτροπή και τα μέλη της δεν είναι «εθνικοί αντιπρόσωποι», τουλάχιστον επίσημα και φαινομενικά, και επειδή όταν συμπεριφέρονται ως τέτοιοι, και μάλιστα με απροκάλυπτο και απροσχημάτιστο τρόπο, κινδυνεύουν να συμπαρασύρουν όχι μόνο το κύρος του ρόλου τους ως επίτροποι, αλλά και το κύρος της χώρας και της κυβέρνησής της. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει του λόγου το αληθές να είναι αυτό της Ουγγαρίας, αν και πιθανότατα τούτο να μην ενδιαφέρει τη σημερινή της διακυβέρνηση. Τουλάχιστον προς το παρόν. Αφού, είτε ενδιαφέρει είτε δεν ενδιαφέρει μια εθνική κυβέρνηση, ο βαθμός αποδοχής της από τους υπόλοιπους και η αντίστοιχη συμπεριφορά και στάση του επιτρόπου της, δεν παύει από του να ενδιαφέρει όλους τους υπόλοιπους, και η ΕΕ έχει αποδείξει ότι διαθέτει τους μηχανισμούς και τους τρόπους να περιορίζει και ακόμα και να «τιμωρεί» τους «αντιδραστικούς» και τους «εριστικούς» εταίρους.
Ανεξάρτητα, όμως, του τι συμβαίνει με την προβληματική σχέση μεταξύ της ΕΕ και ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους, που δεν είναι η μοναδική, η πλευρά μας, μετά από είκοσι χρόνια συμμετοχής στην ΕΕ, αναμένεται ότι αντιλαμβάνεται πως η διαχείριση της συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με όρους εσωτερικών κομματικών κριτηρίων και μικροπολιτικών συσχετισμών.
Ο ρόλος του επόμενου επιτρόπου της Κύπρου στην ΕΕ και το χαρτοφυλάκιο που θα του ανατεθεί θα εξαρτηθούν, αφενός από τις ισορροπίες που θα διαμορφωθούν μετά της επικείμενες ευρωεκλογές, μεταξύ πολιτικών ομάδων, των επιθυμιών, του κύρους και των δυνατοτήτων άσκησης επιρροής των εθνικών κυβερνήσεων και αφετέρου από την ίδια την προσωπικότητα, πολιτικό εκτόπισμα και εγνωσμένες ικανότητες του ιδίου του προτεινόμενου επιτρόπου.
Η τελευταία δέσμη παραμέτρων καθίσταται ακόμα πιο σημαντική για εμάς, αφού είμαστε ένα εκ των μικρότερων κρατών μελών, χωρίς οποιοδήποτε στρατηγικό πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό ή βιομηχανικό έρεισμα και έρμα. Επίσης, δεν συμμετέχουμε στο ΝΑΤΟ, και μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε πολυκαταλάβει ότι ο ρόλος μας δεν είναι να εκμεταλλευόμαστε την ιδιότητα του κράτους μέλους για να ξεπλένουμε χρήματα ή να πουλούμε ευρωπαϊκά διαβατήρια ή, ακόμα, να είμαστε οι «εκπρόσωποι» των όποιων τρίτων μη ευρωπαϊκών μεγάλων και μικρών χωρών στην ΕΕ, όσες ιστορικές ή άλλες σχέσεις και αν νομίζαμε ότι είχαμε, αλλά, αντίθετα, επιδίωξή μας θα έπρεπε να ήταν να καταστούμε, κατά το μέγιστο δυνατό, ένας σοβαρός, ειλικρινής, αξιόπιστος και αντικειμενικός σύνδεσμος της ΕΕ με αυτά.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, καθώς και κάποια άλλα που αναπόφευκτα αφορούν και το εσωτερικό πολιτικό διακυβερνητικό πλαίσιο, η Κύπρος έχει την επιλογή να επιδιώξει να αναβαθμίσει τον ρόλο της εντός της ΕΕ προτείνοντας πρόσωπα και προσωπικότητες που το ειδικό τους βάρος και εκτόπισμα θα μπορούσαν να ήταν ή έστω να δύνανται να καταστούν μεγαλύτερα από όσα υπονοεί το μέγεθός μας και μέσω αυτού να αναλάβει και κάποιο αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο. Είναι στο χέρι μας…